Translation meaning & definition of the word "mending" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανταλλαγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mending
[Επιδιόρθωση]/mɛndɪŋ/
noun
1. Garments that must be repaired
- synonym:
- mending
1. Ενδύματα που πρέπει να επισκευαστούν
- συνώνυμο:
- επιδιόρθωση
2. The act of putting something in working order again
- synonym:
- repair ,
- fix ,
- fixing ,
- fixture ,
- mend ,
- mending ,
- reparation
2. Η πράξη της επαναφοράς κάτι στην τάξη λειτουργίας
- συνώνυμο:
- επισκευή ,
- διορθώνω ,
- στερέωση ,
- προσάρτημα ,
- επιμελώ ,
- επιδιόρθωση ,
- επανόρθωση
Examples of using
My watch needs mending.
Το ρολόι μου χρειάζεται επιδιόρθωση.