Translation meaning & definition of the word "menagerie" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεναχώρια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Menagerie
[Μεναγείρεμα]/mənæʤəri/
noun
1. A collection of live animals for study or display
- synonym:
- menagerie
1. Μια συλλογή από ζώντα ζώα για μελέτη ή επίδειξη
- συνώνυμο:
- παραχωρητήριο
2. The facility where wild animals are housed for exhibition
- synonym:
- menagerie ,
- zoo ,
- zoological garden
2. Η εγκατάσταση όπου τα άγρια ζώα στεγάζονται για έκθεση
- συνώνυμο:
- παραχωρητήριο ,
- ζωολογικός κήπος