Translation meaning & definition of the word "membrane" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεμβράνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Membrane
[Μεμβράνη]/mɛmbren/
noun
1. A thin pliable sheet of material
- synonym:
- membrane
1. Ένα λεπτό εύκαμπτο φύλλο υλικού
- συνώνυμο:
- μεμβράνη
2. A pliable sheet of tissue that covers or lines or connects the organs or cells of animals or plants
- synonym:
- membrane ,
- tissue layer
2. Ένα εύπλαστο φύλλο ιστού που καλύπτει ή συνδέει τα όργανα ή τα κύτταρα των ζώων ή των φυτών
- συνώνυμο:
- μεμβράνη ,
- στρώμα ιστού
Examples of using
Endometritis is a disease where bacteria enter the uterus and cause inflammation of the inner membrane.
Η ενδομητρίτιδα είναι μια ασθένεια όπου τα βακτήρια εισέρχονται στη μήτρα και προκαλούν φλεγμονή της εσωτερικής μεμβράνης.