Translation meaning & definition of the word "melted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τσίμπημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Melted
[Λειωμένο]/mɛltəd/
adjective
1. Changed from a solid to a liquid state
- "Rivers filled to overflowing by melted snow"
- synonym:
- melted ,
- liquid ,
- liquified
1. Μετατραπεί από στερεά σε υγρή κατάσταση
- "Οι οδηγοί γέμισαν να ξεχειλίζουν από λιωμένο χιόνι"
- συνώνυμο:
- λιωμένος ,
- υγρό ,
- υγροποιημένο
Examples of using
The snow has finally melted.
Τελικά το χιόνι έλιωσε.
He melted her heart.
Έλιωσε την καρδιά της.
Finally the snow melted.
Τελικά το χιόνι έλιωσε.