Translation meaning & definition of the word "melon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πεπόνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Melon
[Πεπόνι]/mɛlən/
noun
1. Any of numerous fruits of the gourd family having a hard rind and sweet juicy flesh
- synonym:
- melon
1. Οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα φρούτα της κολοκύθας οικογένειας που έχει μια σκληρή φλούδα και γλυκιά ζουμερή σάρκα
- συνώνυμο:
- πεπόνι
2. Any of various fruit of cucurbitaceous vines including: muskmelons
- Watermelons
- Cantaloupes
- Cucumbers
- synonym:
- melon ,
- melon vine
2. Οποιοδήποτε από τα διάφορα φρούτα των κολοκυνθοειδών αμπέλων, συμπεριλαμβανομένων: μουσελόνια
- Καρπούζια
- Κανταλούπεσ
- Αγγούρια
- συνώνυμο:
- πεπόνι ,
- αμπέλι πεπονιού
Examples of using
This melon will be good to eat tomorrow.
Αυτό το πεπόνι θα είναι καλό να φάει αύριο.
Cut the melon into six equal pieces.
Κόβουμε το πεπόνι σε έξι ίσα κομμάτια.