Translation meaning & definition of the word "meiosis" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μείωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Meiosis
[Μείωση]/maɪoʊsəs/
noun
1. (genetics) cell division that produces reproductive cells in sexually reproducing organisms
- The nucleus divides into four nuclei each containing half the chromosome number (leading to gametes in animals and spores in plants)
- synonym:
- meiosis ,
- miosis ,
- reduction division
1. (γενετική) κυτταρική διαίρεση που παράγει αναπαραγωγικά κύτταρα σε σεξουαλικά αναπαραγόμενους οργανισμούς
- Ο πυρήνας χωρίζεται σε τέσσερις πυρήνες που περιέχουν τον μισό χρωμοσωμικό αριθμό (που οδηγεί σε γαμέτες σε ζώα και σπόρια σε φυτά)
- συνώνυμο:
- μείωση ,
- μύση ,
- διαίρεση μείωσης
2. Understatement for rhetorical effect (especially when expressing an affirmative by negating its contrary)
- "Saying `i was not a little upset' when you mean `i was very upset' is an example of litotes"
- synonym:
- litotes ,
- meiosis
2. Υποτίμηση για ρητορικό αποτέλεσμα (ειδικά όταν εκφράζεται καταφατικά αναιρώντας το αντίθετο )
- "Λέγοντας `δεν ήμουν λίγο αναστατωμένος' όταν εννοείς `ήμουν πολύ αναστατωμένος' είναι ένα παράδειγμα λειτουργίας"
- συνώνυμο:
- λειτουργίεσ ,
- μείωση