Translation meaning & definition of the word "meek" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γεύμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Meek
[Μεκ]/mik/
adjective
1. Humble in spirit or manner
- Suggesting retiring mildness or even cowed submissiveness
- "Meek and self-effacing"
- synonym:
- meek ,
- mild ,
- modest
1. Ταπεινός με πνεύμα ή τρόπο
- Προτείνοντας την απόσυρση της ηπιότητας ή ακόμα και την αγελαδινή υποταγή
- "Πράος και αυτο-απευθυνόμενος"
- συνώνυμο:
- πράος ,
- ήπιος ,
- μέτριος
2. Very docile
- "Tame obedience"
- "Meek as a mouse"- langston hughes
- synonym:
- meek ,
- tame
2. Πολύ υπάκουος
- "Ταμειακή υπακοή"
- "Πράττω ως ποντίκι" - λάνγκστον χιουζ
- συνώνυμο:
- πράος ,
- δαμάσ
3. Evidencing little spirit or courage
- Overly submissive or compliant
- "Compliant and anxious to suit his opinions of those of others"
- "A fine fiery blast against meek conformity"- orville prescott
- "She looked meek but had the heart of a lion"
- "Was submissive and subservient"
- synonym:
- meek ,
- spiritless
3. Αποδεικνύοντας λίγο πνεύμα ή θάρρος
- Υπερβολικά υποτακτικό ή συμμορφούμενο
- "Συμμορφωμένος και ανήσυχος να ταιριάξει τις απόψεις του για εκείνους των άλλων"
- "Μια λεπτή φλογερή έκρηξη ενάντια στην πραγματική συμμόρφωση" - όρβιλ πρέσκοτ
- "Φαινόταν πράος, αλλά είχε την καρδιά ενός λιονταριού"
- "Ήταν υποτακτική και υποτακτική"
- συνώνυμο:
- πράος ,
- απερίσκεπτοσ