Translation meaning & definition of the word "medley" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μέντλεϊ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Medley
[Μέντλεϊ]/mɛdli/
noun
1. A musical composition consisting of a series of songs or other musical pieces from various sources
- synonym:
- medley ,
- potpourri ,
- pastiche
1. Μια μουσική σύνθεση που αποτελείται από μια σειρά από τραγούδια ή άλλα μουσικά κομμάτια από διάφορες πηγές
- συνώνυμο:
- μέντλεϊ ,
- ποτπούρι ,
- παστίλ
Examples of using
He sang a medley of Simon and Garfunkel hits.
Τραγούδησε ένα μεντλεγιόν από τον Σάιμον και τον Γκαρφάνκελ.