Translation meaning & definition of the word "medium" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μέτριο" στην ελληνική γλώσσα
Medium
[Μεσαίο]noun
1. A means or instrumentality for storing or communicating information
- synonym:
- medium
1. Ένα μέσο ή ένα μέσο για την αποθήκευση ή την επικοινωνία πληροφοριών
- συνώνυμο:
- μέσο
2. The surrounding environment
- "Fish require an aqueous medium"
- synonym:
- medium
2. Το γύρω περιβάλλον
- "Τα ψάρια απαιτούν υδατικό μέσο"
- συνώνυμο:
- μέσο
3. An intervening substance through which signals can travel as a means for communication
- synonym:
- medium
3. Μια παρεμβαίνουσα ουσία μέσω της οποίας τα σήματα μπορούν να ταξιδέψουν ως μέσο επικοινωνίας
- συνώνυμο:
- μέσο
4. (bacteriology) a nutrient substance (solid or liquid) that is used to cultivate micro-organisms
- synonym:
- culture medium ,
- medium
4. (βακτηριολογία) μια θρεπτική ουσία (σολίδι ή υγρό) που χρησιμοποιείται για την καλλιέργεια μικροοργανισμών
- συνώνυμο:
- πολιτιστικό μέσο ,
- μέσο
5. A liquid with which pigment is mixed by a painter
- synonym:
- medium
5. Ένα υγρό με το οποίο η χρωστική ουσία αναμιγνύεται από έναν ζωγράφο
- συνώνυμο:
- μέσο
6. (biology) a substance in which specimens are preserved or displayed
- synonym:
- medium
6. (βιολογία) μια ουσία στην οποία τα δείγματα διατηρούνται ή επιδεικνύονται
- συνώνυμο:
- μέσο
7. An intervening substance through which something is achieved
- "The dissolving medium is called a solvent"
- synonym:
- medium
7. Μια παρεμβατική ουσία μέσω της οποίας επιτυγχάνεται κάτι
- "Το διαλυτικό μέσο ονομάζεται διαλύτης"
- συνώνυμο:
- μέσο
8. A state that is intermediate between extremes
- A middle position
- "A happy medium"
- synonym:
- medium
8. Μια κατάσταση που είναι ενδιάμεση μεταξύ των άκρων
- Μια μεσαία θέση
- "Ένα ευτυχισμένο μέσο"
- συνώνυμο:
- μέσο
9. Someone who serves as an intermediary between the living and the dead
- "He consulted several mediums"
- synonym:
- medium ,
- spiritualist ,
- sensitive
9. Κάποιος που υπηρετεί ως ενδιάμεσος μεταξύ των ζωντανών και των νεκρών
- "Συμβουλεύτηκε πολλά μέσα"
- συνώνυμο:
- μέσο ,
- πνευματιστήσ ,
- ευαίσθητος
10. (usually plural) transmissions that are disseminated widely to the public
- synonym:
- medium ,
- mass medium
10. (συνήθως πολυ) μεταδόσεις που διαδίδονται ευρέως στο κοινό
- συνώνυμο:
- μέσο ,
- μέσο μάζας
11. An occupation for which you are especially well suited
- "In law he found his true metier"
- synonym:
- metier ,
- medium
11. Μια επάγγελμα για την οποία είστε ιδιαίτερα κατάλληλοι
- "Στο νόμο βρήκε τον πραγματικό του μετρητή"
- συνώνυμο:
- μετριόφρων ,
- μέσο
adjective
1. Around the middle of a scale of evaluation
- "An orange of average size"
- "Intermediate capacity"
- "Medium bombers"
- synonym:
- average ,
- intermediate ,
- medium
1. Γύρω στη μέση μιας κλίμακας αξιολόγησης
- "Ένα πορτοκάλι μέσου μεγέθους"
- "Ενδιάμεση ικανότητα"
- "Μεσαία βομβαρδιστικά"
- συνώνυμο:
- μέσος όρος ,
- ενδιάμεσος ,
- μέσο
2. (meat) cooked until there is just a little pink meat inside
- synonym:
- medium
2. ( κρέατ) μαγειρεμένο μέχρι να υπάρχει μόνο λίγο ροζ κρέας μέσα
- συνώνυμο:
- μέσο