Translation meaning & definition of the word "meditation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαλογισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Meditation
[Διαλογισμός]/mɛdəteʃən/
noun
1. Continuous and profound contemplation or musing on a subject or series of subjects of a deep or abstruse nature
- "The habit of meditation is the basis for all real knowledge"
- synonym:
- meditation ,
- speculation
1. Συνεχής και βαθιά περισυλλογή ή συζήτηση για ένα θέμα ή μια σειρά από θέματα βαθιάς ή αποχής
- "Η συνήθεια του διαλογισμού είναι η βάση για όλη την πραγματική γνώση"
- συνώνυμο:
- διαλογισμός ,
- κερδοσκοπία
2. (religion) contemplation of spiritual matters (usually on religious or philosophical subjects)
- synonym:
- meditation
2. (ρελιγκιον) στοχασμός πνευματικών θεμάτων (συνήθως σε θρησκευτικά ή φιλοσοφικά θέματα)
- συνώνυμο:
- διαλογισμός
Examples of using
Flies and mosquitoes interfered with his meditation.
Οι μύγες και τα κουνούπια παρενέβησαν στο διαλογισμό του.