Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "meditate" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαβασμός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Meditate

[Διαλογίζομαι]
/mɛdətet/

verb

1. Reflect deeply on a subject

  • "I mulled over the events of the afternoon"
  • "Philosophers have speculated on the question of god for thousands of years"
  • "The scientist must stop to observe and start to excogitate"
    synonym:
  • chew over
  • ,
  • think over
  • ,
  • meditate
  • ,
  • ponder
  • ,
  • excogitate
  • ,
  • contemplate
  • ,
  • muse
  • ,
  • reflect
  • ,
  • mull
  • ,
  • mull over
  • ,
  • ruminate
  • ,
  • speculate

1. Αναλογιστείτε βαθιά σε ένα θέμα

  • "Συγκλονίστηκα για τα γεγονότα του απογεύματος"
  • "Οι φιλόσοφοι έχουν σκεφτεί το ζήτημα του θεού εδώ και χιλιάδες χρόνια"
  • "Ο επιστήμονας πρέπει να σταματήσει να παρατηρεί και να αρχίσει να αποσπά"
    συνώνυμο:
  • μασάω
  • ,
  • σκεφτείτε
  • ,
  • διαλογίζομαι
  • ,
  • αναλογιστήσ
  • ,
  • αποσπώ
  • ,
  • αναλογίζομαι
  • ,
  • μούσα
  • ,
  • αντανακλώ
  • ,
  • τραβώ
  • ,
  • τραβώ πάνω
  • ,
  • μηρυκαστικόσ
  • ,
  • εικασία

2. Think intently and at length, as for spiritual purposes

  • "He is meditating in his study"
    synonym:
  • study
  • ,
  • meditate
  • ,
  • contemplate

2. Σκεφτείτε προσεκτικά και επί μακρόν, όπως για πνευματικούς σκοπούς

  • "Διαλογίζεται στη μελέτη του"
    συνώνυμο:
  • μελέτη
  • ,
  • διαλογίζομαι
  • ,
  • αναλογίζομαι

Examples of using

I often meditate on the meaning of life.
Συχνά διαλογίζομαι το νόημα της ζωής.