Translation meaning & definition of the word "medieval" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεσαιωνικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Medieval
[Μεσαιωνικός]/mɪdivəl/
adjective
1. Relating to or belonging to the middle ages
- "Medieval scholars"
- "Medieval times"
- synonym:
- medieval ,
- mediaeval
1. Σχετικά με ή ανήκουν στον μεσαίωνα
- "Μεσαιωνικοί λόγιοι"
- "Μεσαιωνικοί χρόνοι"
- συνώνυμο:
- μεσαιωνικός ,
- μεσαιωνικόσ
2. As if belonging to the middle ages
- Old-fashioned and unenlightened
- "A medieval attitude toward dating"
- synonym:
- medieval ,
- mediaeval ,
- gothic
2. Σαν να ανήκει στον μεσαίωνα
- Παλιομοδίτικη και αφώτιστη
- "Μεσαιωνική στάση απέναντι στη χρονολόγηση"
- συνώνυμο:
- μεσαιωνικός ,
- μεσαιωνικόσ ,
- γοτθικό
3. Characteristic of the time of chivalry and knighthood in the middle ages
- "Chivalric rites"
- "The knightly years"
- synonym:
- chivalric ,
- knightly ,
- medieval
3. Χαρακτηριστικό της εποχής της ιπποσύνης και της ιπποσύνης στο μεσαίωνα
- "Ιταλικές τελετές"
- "Τα χρόνια των ιπποτών"
- συνώνυμο:
- ιππικόσ ,
- ιππότησ ,
- μεσαιωνικός
Examples of using
I am looking for a book about medieval Spain.
Ψάχνω για ένα βιβλίο για τη μεσαιωνική Ισπανία.
I want to visit a medieval village.
Θέλω να επισκεφτώ ένα μεσαιωνικό χωριό.
The medieval church despised the body and exalted the spirit.
Η μεσαιωνική εκκλησία περιφρονούσε το σώμα και εξύψωνε το πνεύμα.