Translation meaning & definition of the word "medico" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φάρμακο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Medico
[Μετάλλιο]/mɛdɪkoʊ/
noun
1. A student in medical school
- synonym:
- medical student ,
- medico
1. Φοιτητής στην ιατρική σχολή
- συνώνυμο:
- φοιτητής Ιατρικής ,
- φάρμακο
2. A licensed medical practitioner
- "I felt so bad i went to see my doctor"
- synonym:
- doctor ,
- doc ,
- physician ,
- MD ,
- Dr. ,
- medico
2. Ένας αδειούχος ιατρός
- "Ένιωσα τόσο άσχημα που πήγα να δω το γιατρό μου"
- συνώνυμο:
- γιατρός ,
- ντοκ ,
- ΜΔ ,
- Δρ. ,
- φάρμακο