Translation meaning & definition of the word "medicine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φάρμακο" στην ελληνική γλώσσα
Medicine
[Ιατρική]noun
1. The branches of medical science that deal with nonsurgical techniques
- synonym:
- medicine ,
- medical specialty
1. Οι κλάδοι της ιατρικής επιστήμης που ασχολούνται με μη χειρουργικές τεχνικές
- συνώνυμο:
- ιατρική ,
- ιατρική ειδικότητα
2. (medicine) something that treats or prevents or alleviates the symptoms of disease
- synonym:
- medicine ,
- medication ,
- medicament ,
- medicinal drug
2. (φάρμακο) κάτι που αντιμετωπίζει ή αποτρέπει ή ανακουφίζει τα συμπτώματα της νόσου
- συνώνυμο:
- ιατρική ,
- φάρμακο ,
- φαρμακευτικό φάρμακο
3. The learned profession that is mastered by graduate training in a medical school and that is devoted to preventing or alleviating or curing diseases and injuries
- "He studied medicine at harvard"
- synonym:
- medicine ,
- practice of medicine
3. Το διδακτικό επάγγελμα που κατέχεται από μεταπτυχιακή εκπαίδευση σε ιατρική σχολή και αφιερώνεται στην πρόληψη ή θεραπεία
- "Σπούδασε ιατρική στο χάρβαρντ"
- συνώνυμο:
- ιατρική ,
- πρακτική της ιατρικής
4. Punishment for one's actions
- "You have to face the music"
- "Take your medicine"
- synonym:
- music ,
- medicine
4. Τιμωρία για τις πράξεις του
- "Πρέπει να αντιμετωπίσεις τη μουσική"
- "Πάρτε το φάρμακό σας"
- συνώνυμο:
- μουσική ,
- ιατρική
verb
1. Treat medicinally, treat with medicine
- synonym:
- medicate ,
- medicine
1. Θεραπεύστε ιατρικά, αντιμετωπίστε με φάρμακο
- συνώνυμο:
- φαρμακοποιώ ,
- ιατρική