Translation meaning & definition of the word "medicinal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φάρμακο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Medicinal
[Φαρμακευτικόσ]/mədɪsənəl/
adjective
1. Having the properties of medicine
- "Medicative drugs"
- "Medicinal herbs"
- "Medicinal properties"
- synonym:
- medicative ,
- medicinal
1. Έχοντας τις ιδιότητες της ιατρικής
- "Φάρμακα"
- "Φαρμακευτικά βότανα"
- "Φαρμακευτικές ιδιότητες"
- συνώνυμο:
- φαρμακευτικόσ
Examples of using
Ancient Germanic tribes used medicinal herbs in their attempts to cure diseases.
Οι αρχαίες γερμανικές φυλές χρησιμοποίησαν φαρμακευτικά βότανα στις προσπάθειές τους να θεραπεύσουν ασθένειες.