Translation meaning & definition of the word "medically" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ιατρικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Medically
[Ιατρικά]/mɛdəkli/
adverb
1. Involving medical practice
- "Medically trained nurses"
- "Medically correct treatment"
- synonym:
- medically
1. Συμμετοχή στην ιατρική πρακτική
- "Ιατρικά εκπαιδευμένες νοσοκόμες"
- "Ιατρικά σωστή θεραπεία"
- συνώνυμο:
- ιατρικά