Translation meaning & definition of the word "medic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φάρμακο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Medic
[Φάρμακο]/mɛdɪk/
noun
1. Any of several old world herbs of the genus medicago having small flowers and trifoliate compound leaves
- synonym:
- medic ,
- medick ,
- trefoil
1. Οποιοδήποτε από τα πολλά βότανα του παλαιού κόσμου του γένους μεταξά που έχουν μικρά λουλούδια και τριφολιδικά σύνθετα φύλλα
- συνώνυμο:
- ιατρός ,
- μεντίκ ,
- τρίφυλλο
2. A medical practitioner in the armed forces
- synonym:
- medical officer ,
- medic
2. Ένας ιατρός στις ένοπλες δυνάμεις
- συνώνυμο:
- ιατρικός αξιωματούχος ,
- ιατρός