Translation meaning & definition of the word "meddle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μέτρια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Meddle
[Ανακατώνω]/mɛdəl/
verb
1. Intrude in other people's affairs or business
- Interfere unwantedly
- "Don't meddle in my affairs!"
- synonym:
- meddle ,
- tamper
1. Εισβάλλουν στις υποθέσεις ή τις επιχειρήσεις άλλων ανθρώπων
- Παρεμβαίνει ανεπιθύμητα
- "Μην ανακατεύεσαι στις υποθέσεις μου!"
- συνώνυμο:
- παρεμβαίνω ,
- παραποίηση
Examples of using
Don't meddle in my affairs.
Μην ανακατεύεστε στις υποθέσεις μου.
I would not meddle in such a thing.
Δεν θα αναμειγνυόμουν σε κάτι τέτοιο.