Translation meaning & definition of the word "medal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ιατρική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Medal
[Μετάλλιο]/mɛdəl/
noun
1. An award for winning a championship or commemorating some other event
- synonym:
- decoration ,
- laurel wreath ,
- medal ,
- medallion ,
- palm ,
- ribbon
1. Ένα βραβείο για την κατάκτηση ενός πρωταθλήματος ή την επέτειο κάποιου άλλου γεγονότος
- συνώνυμο:
- διακόσμηση ,
- δάφνη στεφάνι ,
- μετάλλιο ,
- μενταγιόν ,
- παλάμη ,
- κορδέλα
Examples of using
You deserve a medal.
Αξίζετε ένα μετάλλιο.
She won a bronze medal.
Κέρδισε ένα χάλκινο μετάλλιο.
She won a gold medal.
Κέρδισε ένα χρυσό μετάλλιο.