Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "mechanism" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μηχανισμός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Mechanism

[Μηχανισμός]
/mɛkənɪzəm/

noun

1. The atomic process that occurs during a chemical reaction

  • "He determined unique mechanisms for the photochemical reactions"
    synonym:
  • mechanism
  • ,
  • chemical mechanism

1. Η ατομική διαδικασία που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια μιας χημικής αντίδρασης

  • "Καθόρισε μοναδικούς μηχανισμούς για τις φωτοχημικές αντιδράσεις"
    συνώνυμο:
  • μηχανισμός
  • ,
  • χημικός μηχανισμός

2. The technical aspects of doing something

  • "A mechanism of social control"
  • "Mechanisms of communication"
  • "The mechanics of prose style"
    synonym:
  • mechanism
  • ,
  • mechanics

2. Οι τεχνικές πτυχές του να κάνεις κάτι

  • "Ένας μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου"
  • "Μηχανισμοί επικοινωνίας"
  • "Η μηχανική του πεζογράφου"
    συνώνυμο:
  • μηχανισμός
  • ,
  • μηχανική

3. A natural object resembling a machine in structure or function

  • "The mechanism of the ear"
  • "The mechanism of infection"
    synonym:
  • mechanism

3. Ένα φυσικό αντικείμενο που μοιάζει με μια μηχανή στη δομή ή τη λειτουργία

  • "Ο μηχανισμός του αυτιού"
  • "Ο μηχανισμός της μόλυνσης"
    συνώνυμο:
  • μηχανισμός

4. (philosophy) the philosophical theory that all phenomena can be explained in terms of physical or biological causes

    synonym:
  • mechanism

4. (φιλοσοφία) η φιλοσοφική θεωρία ότι όλα τα φαινόμενα μπορούν να εξηγηθούν με όρους φυσικών ή βιολογικών αιτιών

    συνώνυμο:
  • μηχανισμός

5. Device consisting of a piece of machinery

  • Has moving parts that perform some function
    synonym:
  • mechanism

5. Συσκευή που αποτελείται από ένα κομμάτι του μηχανήματος

  • Έχει κινούμενα μέρη που εκτελούν κάποια λειτουργία
    συνώνυμο:
  • μηχανισμός