Translation meaning & definition of the word "mechanical" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μηχανική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mechanical
[Μηχανικός]/məkænɪkəl/
adjective
1. Using (or as if using) mechanisms or tools or devices
- "A mechanical process"
- "His smile was very mechanical"
- "A mechanical toy"
- synonym:
- mechanical
1. Χρησιμοποιώντας το ( σαν να χρησιμοποιεί μηχανισμούς ή εργαλεία ή συσκευές
- "Μηχανική διαδικασία"
- "Το χαμόγελό του ήταν πολύ μηχανικό"
- "Μηχανικό παιχνίδι"
- συνώνυμο:
- μηχανικός
2. Relating to or concerned with machinery or tools
- "Mechanical arts"
- "Mechanical design"
- "Mechanical skills"
- synonym:
- mechanical ,
- mechanically skillful
2. Σχετικά με ή ενδιαφέρονται για μηχανήματα ή εργαλεία
- "Μηχανικές τέχνες"
- "Μηχανικός σχεδιασμός"
- "Μηχανικές δεξιότητες"
- συνώνυμο:
- μηχανικός ,
- μηχανικά επιδέξιος
3. Relating to or governed by or in accordance with mechanics
- "A belief that the universe is a mechanical contrivance"
- "The mechanical pressure of a strong wind"
- synonym:
- mechanical
3. Σχετικά με ή διέπονται από ή σύμφωνα με τη μηχανική
- "Μια πεποίθηση ότι το σύμπαν είναι ένα μηχανικό επίπεδο"
- "Η μηχανική πίεση ενός ισχυρού ανέμου"
- συνώνυμο:
- μηχανικός