Translation meaning & definition of the word "measure" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μέτρο" στην ελληνική γλώσσα
Measure
[Μέτρο]noun
1. Any maneuver made as part of progress toward a goal
- "The situation called for strong measures"
- "The police took steps to reduce crime"
- synonym:
- measure ,
- step
1. Κάθε ελιγμός που γίνεται ως μέρος της προόδου προς ένα στόχο
- "Η κατάσταση απαιτούσε ισχυρά μέτρα"
- "Η αστυνομία έλαβε μέτρα για τη μείωση της εγκληματικότητας"
- συνώνυμο:
- μέτρο ,
- βήμα
2. How much there is or how many there are of something that you can quantify
- synonym:
- measure ,
- quantity ,
- amount
2. Πόσα υπάρχουν ή πόσα υπάρχουν από κάτι που μπορείτε να ποσοτικοποιήσετε
- συνώνυμο:
- μέτρο ,
- ποσότητα ,
- ποσό
3. A statute in draft before it becomes law
- "They held a public hearing on the bill"
- synonym:
- bill ,
- measure
3. Ένα καταστατικό στο σχέδιο πριν γίνει νόμος
- "Πραγματοποίησαν δημόσια ακρόαση στο νομοσχέδιο"
- συνώνυμο:
- λογαριασμός ,
- μέτρο
4. The act or process of assigning numbers to phenomena according to a rule
- "The measurements were carefully done"
- "His mental measurings proved remarkably accurate"
- synonym:
- measurement ,
- measuring ,
- measure ,
- mensuration
4. Η πράξη ή η διαδικασία ανάθεσης αριθμών σε φαινόμενα σύμφωνα με έναν κανόνα
- "Οι μετρήσεις έγιναν προσεκτικά"
- "Η ψυχική του αντιμετώπιση αποδείχθηκε εξαιρετικά ακριβής"
- συνώνυμο:
- μέτρηση ,
- μέτρο ,
- επιμέλεια
5. A basis for comparison
- A reference point against which other things can be evaluated
- "The schools comply with federal standards"
- "They set the measure for all subsequent work"
- synonym:
- standard ,
- criterion ,
- measure ,
- touchstone
5. Βάση για σύγκριση
- Ένα σημείο αναφοράς στο οποίο μπορούν να αξιολογηθούν άλλα πράγματα
- "Τα σχολεία συμμορφώνονται με τα ομοσπονδιακά πρότυπα"
- "Θέστε το μέτρο για όλες τις επόμενες εργασίες"
- συνώνυμο:
- τυποποιημένος ,
- κριτήριο ,
- μέτρο ,
- πλακόστρωτο
6. (prosody) the accent in a metrical foot of verse
- synonym:
- meter ,
- metre ,
- measure ,
- beat ,
- cadence
6. (προσοδυ) η προφορά σε μετρικό πόδι στίχου
- συνώνυμο:
- μετρητής ,
- μέτρο ,
- νικητής ,
- ρυθμό
7. Musical notation for a repeating pattern of musical beats
- "The orchestra omitted the last twelve bars of the song"
- synonym:
- measure ,
- bar
7. Μουσική σημειογραφία για ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο μουσικών κτυπημάτων
- "Η ορχήστρα παρέλειψε τα τελευταία δώδεκα μπαρ του τραγουδιού"
- συνώνυμο:
- μέτρο ,
- μπαρ
8. Measuring instrument having a sequence of marks at regular intervals
- Used as a reference in making measurements
- synonym:
- measuring stick ,
- measure ,
- measuring rod
8. Όργανο μέτρησης που έχει μια ακολουθία σημάτων σε τακτά χρονικά διαστήματα
- Χρησιμοποιείται ως αναφορά στην πραγματοποίηση μετρήσεων
- συνώνυμο:
- μετρώντας ραβδί ,
- μέτρο ,
- μέτρηση ράβδου
9. A container of some standard capacity that is used to obtain fixed amounts of a substance
- synonym:
- measure
9. Περιέκτης κάποιας τυπικής χωρητικότητας που χρησιμοποιείται για την απόκτηση σταθερών ποσοτήτων μιας ουσίας
- συνώνυμο:
- μέτρο
verb
1. Determine the measurements of something or somebody, take measurements of
- "Measure the length of the wall"
- synonym:
- measure ,
- mensurate ,
- measure out
1. Προσδιορίστε τις μετρήσεις κάποιου ή κάποιου, κάντε μετρήσεις
- "Μετρήστε το μήκος του τοίχου"
- συνώνυμο:
- μέτρο ,
- αντισταθμιστικόσ ,
- μετρώ
2. Express as a number or measure or quantity
- "Can you quantify your results?"
- synonym:
- quantify ,
- measure
2. Εκφραστείτε ως αριθμός ή μέτρο ή ποσότητα
- "Μπορείτε να ποσοτικοποιήσετε τα αποτελέσματά σας?"
- συνώνυμο:
- ποσοτικοποιώ ,
- μέτρο
3. Have certain dimensions
- "This table surfaces measures 20inches by 36 inches"
- synonym:
- measure
3. Έχετε ορισμένες διαστάσεις
- "Αυτή η επιφάνεια τραπεζιού μετρά 20 ίντσες κατά 36 ίντσες"
- συνώνυμο:
- μέτρο
4. Evaluate or estimate the nature, quality, ability, extent, or significance of
- "I will have the family jewels appraised by a professional"
- "Access all the factors when taking a risk"
- synonym:
- measure ,
- evaluate ,
- valuate ,
- assess ,
- appraise ,
- value
4. Αξιολογήστε ή εκτιμήστε τη φύση, την ποιότητα, την ικανότητα, την έκταση ή τη σημασία του
- "Θα έχω τα οικογενειακά κοσμήματα που εκτιμώνται από έναν επαγγελματία"
- "Πρόσβαση σε όλους τους παράγοντες κατά τη λήψη κινδύνου"
- συνώνυμο:
- μέτρο ,
- αξιολογώ ,
- βαλίνου ,
- τιμή