Translation meaning & definition of the word "meander" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μένανδρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Meander
[Μαιάνδρο]/miændər/
noun
1. A bend or curve, as in a stream or river
- synonym:
- meander
1. Μια κάμψη ή καμπύλη, όπως σε ένα ρεύμα ή ποτάμι
- συνώνυμο:
- μαίανδρος
2. An aimless amble on a winding course
- synonym:
- ramble ,
- meander
2. Ένα άσκοπο ευκίνητο σε μια πορεία ελικοειδούς
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- μαίανδρος
verb
1. To move or cause to move in a sinuous, spiral, or circular course
- "The river winds through the hills"
- "The path meanders through the vineyards"
- "Sometimes, the gout wanders through the entire body"
- synonym:
- weave ,
- wind ,
- thread ,
- meander ,
- wander
1. Να κινηθεί ή να προκαλέσει την κίνηση σε μια αμαρτωλή, σπειροειδή, ή κυκλική πορεία
- "Το ποτάμι περνάει μέσα από τους λόφους"
- "Το μονοπάτι περνά μέσα από τους αμπελώνες"
- "Μερικές φορές, η ουρική αρθρίτιδα περιπλανιέται σε ολόκληρο το σώμα"
- συνώνυμο:
- ύφανση ,
- άνεμος ,
- νήμα ,
- μαίανδρος ,
- περιπλανώμαι