Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "mean" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μέση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Mean

[Μέση]
/min/

noun

1. An average of n numbers computed by adding some function of the numbers and dividing by some function of n

    synonym:
  • mean
  • ,
  • mean value

1. Ένας μέσος όρος αριθμών ν υπολογίζεται με την προσθήκη κάποιας συνάρτησης των αριθμών και τη διαίρεση με κάποια συνάρτηση ν

    συνώνυμο:
  • μέσος
  • ,
  • μέση τιμή

verb

1. Mean or intend to express or convey

  • "You never understand what i mean!"
  • "What do his words intend?"
    synonym:
  • mean
  • ,
  • intend

1. Μέση ή πρόθεση να εκφράσει ή να μεταφέρει

  • "Ποτέ δεν καταλαβαίνεις τι εννοώ!"
  • "Τι προτίθενται τα λόγια του?"
    συνώνυμο:
  • μέσος
  • ,
  • σκοπεύω

2. Have as a logical consequence

  • "The water shortage means that we have to stop taking long showers"
    synonym:
  • entail
  • ,
  • imply
  • ,
  • mean

2. Να έχει ως λογική συνέπεια

  • "Η έλλειψη νερού σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσουμε να παίρνουμε μεγάλα ντους"
    συνώνυμο:
  • συνεπάγεται
  • ,
  • υποδηλώνω
  • ,
  • μέσος

3. Denote or connote

  • "`maison' means `house' in french"
  • "An example sentence would show what this word means"
    synonym:
  • mean
  • ,
  • intend
  • ,
  • signify
  • ,
  • stand for

3. Υποδηλώνει ή υποσημειώνει

  • "Σύνδεσμος σημαίνει `σπίτι'' στα γαλλικά"
  • "Ένα παράδειγμα πρότασης θα έδειχνε τι σημαίνει αυτή η λέξη"
    συνώνυμο:
  • μέσος
  • ,
  • σκοπεύω
  • ,
  • σημαίνω
  • ,
  • υποστηρίζω

4. Have in mind as a purpose

  • "I mean no harm"
  • "I only meant to help you"
  • "She didn't think to harm me"
  • "We thought to return early that night"
    synonym:
  • intend
  • ,
  • mean
  • ,
  • think

4. Να έχετε κατά νου ως σκοπό

  • "Δεν εννοώ κακό"
  • "Ήθελα να σε βοηθήσω"
  • "Δεν σκέφτηκε να με βλάψει"
  • "Σκεφτήκαμε να επιστρέψουμε νωρίς εκείνο το βράδυ"
    συνώνυμο:
  • σκοπεύω
  • ,
  • μέσος
  • ,
  • σκέφτομαι

5. Have a specified degree of importance

  • "My ex-husband means nothing to me"
  • "Happiness means everything"
    synonym:
  • mean

5. Έχει συγκεκριμένο βαθμό σημασίας

  • "Ο πρώην σύζυγός μου δεν σημαίνει τίποτα για μένα"
  • "Ευτυχία σημαίνει τα πάντα"
    συνώνυμο:
  • μέσος

6. Intend to refer to

  • "I'm thinking of good food when i talk about france"
  • "Yes, i meant you when i complained about people who gossip!"
    synonym:
  • think of
  • ,
  • have in mind
  • ,
  • mean

6. Σκοπεύω να αναφερθώ σε

  • "Σκέφτομαι καλό φαγητό όταν μιλάω για τη γαλλία"
  • "Ναι, σε εννοούσα όταν παραπονέθηκα για ανθρώπους που κουτσομπολεύουν!"
    συνώνυμο:
  • σκέφτομαι
  • ,
  • έχω στο μυαλό μου
  • ,
  • μέσος

7. Destine or designate for a certain purpose

  • "These flowers were meant for you"
    synonym:
  • mean

7. Πεπρωμένος ή να ορίσετε για έναν συγκεκριμένο σκοπό

  • "Αυτά τα λουλούδια προορίζονταν για σένα"
    συνώνυμο:
  • μέσος

adjective

1. Approximating the statistical norm or average or expected value

  • "The average income in new england is below that of the nation"
  • "Of average height for his age"
  • "The mean annual rainfall"
    synonym:
  • average
  • ,
  • mean(a)

1. Προσέγγιση του στατιστικού κανόνα ή της μέσης ή αναμενόμενης αξίας

  • "Το μέσο εισόδημα στη νέα αγγλία είναι κάτω από αυτό του έθνους"
  • "Μέσος όρος ύψους για την ηλικία του"
  • "Η μέση ετήσια βροχόπτωση"
    συνώνυμο:
  • μέσος όρος
  • ,
  • μέσ()

2. Characterized by malice

  • "A hateful thing to do"
  • "In a mean mood"
    synonym:
  • hateful
  • ,
  • mean

2. Χαρακτηρίζεται από κακία

  • "Ένα απεχθές πράγμα να κάνεις"
  • "Με κακή διάθεση"
    συνώνυμο:
  • μισητός
  • ,
  • μέσος

3. Having or showing an ignoble lack of honor or morality

  • "That liberal obedience without which your army would be a base rabble"- edmund burke
  • "Taking a mean advantage"
  • "Chok'd with ambition of the meaner sort"- shakespeare
  • "Something essentially vulgar and meanspirited in politics"
    synonym:
  • base
  • ,
  • mean
  • ,
  • meanspirited

3. Έχοντας ή επιδεικνύοντας μια αγενή έλλειψη τιμής ή ηθικής

  • "Αυτή η φιλελεύθερη υπακοή χωρίς την οποία ο στρατός σας θα ήταν μια βάση ραβίνου" - έντμουντ μπερκ
  • "Αποκτώντας ένα μέσο πλεονέκτημα"
  • "Ο σόκαρντ με τη φιλοδοξία του κακόβουλου είδους"- σαίξπηρ
  • "Κάτι ουσιαστικά χυδαίο και σημαίνειπειραμένο στην πολιτική"
    συνώνυμο:
  • βάση
  • ,
  • μέσος
  • ,
  • περνώ

4. Excellent

  • "Famous for a mean backhand"
    synonym:
  • mean

4. Εξαιρετικός

  • "Διασημότητα για ένα μέσο πίσω χέρι"
    συνώνυμο:
  • μέσος

5. Marked by poverty befitting a beggar

  • "A beggarly existence in the slums"
  • "A mean hut"
    synonym:
  • beggarly
  • ,
  • mean

5. Χαρακτηρίζεται από φτώχεια που ταιριάζει σε έναν ζητιάνο

  • "Μια ζητωκραυγή ύπαρξη στις φτωχογειτονιές"
  • "Μια καλύβα"
    συνώνυμο:
  • ζητιάνα
  • ,
  • μέσος

6. (used of persons or behavior) characterized by or indicative of lack of generosity

  • "A mean person"
  • "He left a miserly tip"
    synonym:
  • mean
  • ,
  • mingy
  • ,
  • miserly
  • ,
  • tight

6. (χρησιμοποιείται για πρόσωπα ή συμπεριφορά) που χαρακτηρίζεται ή ενδεικτικό έλλειψης γενναιοδωρίας

  • "Ένας κακός άνθρωπος"
  • "Άφησε μια μίζερη άκρη"
    συνώνυμο:
  • μέσος
  • ,
  • ανακατεμένοσ
  • ,
  • παραπλανητικά
  • ,
  • σφιχτός

7. (used of sums of money) so small in amount as to deserve contempt

    synonym:
  • beggarly
  • ,
  • mean

7. (χρησιμοποιείται για ποσά χρημάτων) τόσο μικρό σε ποσό ώστε να αξίζει περιφρόνηση

    συνώνυμο:
  • ζητιάνα
  • ,
  • μέσος

8. Of no value or worth

  • "I was caught in the bastardly traffic"
    synonym:
  • bastardly
  • ,
  • mean

8. Χωρίς αξία ή αξία

  • "Με έπιασαν στην αποκρουστική κυκλοφορία"
    συνώνυμο:
  • αποστακτικά
  • ,
  • μέσος

Examples of using

We didn't mean to disparage our contenders.
Δεν θέλαμε να υποτιμήσουμε τους υποψηφίους μας.
"How soon can you land?" "I can't tell." "You can tell me. I'm a doctor." "No, I mean I'm just not sure!" "Can't you take a guess?" "Well, not for another two hours." "You can't take a guess for another two hours?"
"Πώς σύντομα μπορείς να προσγειωθείς?" "Δεν μπορώ να πω." "Μπορείς να μου πεις. Είμαι γιατρός." "Όχι, εννοώ ότι δεν είμαι σίγουρος!" "Δεν μπορείς να μαντέψεις?" "Καλά, όχι για άλλες δύο ώρες." "Δεν μπορείς να μαντέψεις για άλλες δύο ώρες?"
When a country is well governed, poverty and a mean condition are things to be ashamed of. When a country is ill governed, riches and honor are things to be ashamed of.
Όταν μια χώρα κυβερνάται καλά, η φτώχεια και η μέση κατάσταση είναι πράγματα για τα οποία πρέπει να ντρέπεστε. Όταν μια χώρα κυβερνάται άσχημα, τα πλούτη και η τιμή είναι πράγματα για τα οποία πρέπει να ντρέπεσαι.