Translation meaning & definition of the word "mead" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συντριβή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mead
[Λεπτό]/mid/
noun
1. United states anthropologist noted for her claims about adolescence and sexual behavior in polynesian cultures (1901-1978)
- synonym:
- Mead ,
- Margaret Mead
1. Η ανθρωπολόγος των ηνωμένων πολιτειών σημείωσε για τους ισχυρισμούς της για την εφηβεία και τη σεξουαλική συμπεριφορά στους πολυνησιακούς
- συνώνυμο:
- Λεπτό ,
- Μάργκαρετ Μάιντ
2. United states philosopher of pragmatism (1863-1931)
- synonym:
- Mead ,
- George Herbert Mead
2. Φιλόσοφος του πραγματισμού των ηνωμένων πολιτειών (1863-1931)
- συνώνυμο:
- Λεπτό ,
- Τζορτζ Χέρμπερτ Μέιντ
3. Made of fermented honey and water
- synonym:
- mead
3. Κατασκευασμένο από ζυμωμένο μέλι και νερό
- συνώνυμο:
- λιβάδι