Translation meaning & definition of the word "maxwell" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άξονας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Maxwell
[Μάξγουελ]/mækswɛl/
noun
1. A cgs unit of magnetic flux equal to the flux perpendicular to an area of 1 square centimeter in a magnetic field of 1 gauss
- synonym:
- maxwell ,
- Mx
1. Μια μονάδα μαγνητικής ροής ίση με τη ροή κάθετη προς μια περιοχή 1 τετραγωνικού εκατοστού σε ένα μαγνητικό πεδίο 1 αιτίας
- συνώνυμο:
- μάξγουελ ,
- Μχ
2. Scottish physicist whose equations unified electricity and magnetism and who recognized the electromagnetic nature of light (1831-1879)
- synonym:
- Maxwell ,
- J. C. Maxwell ,
- James Clerk Maxwell
2. Σκωτσέζος φυσικός του οποίου οι εξισώσεις ενοποιούσαν τον ηλεκτρισμό και τον μαγνητισμό και αναγνώρισε την ηλεκτρομαγνητική φύση του φωτός
- συνώνυμο:
- Μάξγουελ ,
- Τ. Γ. Μάξγουελ ,
- Τζέιμς Κλερκ Μάξγουελ