Translation meaning & definition of the word "maximize" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεγιστοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Maximize
[Μεγιστοποιώ]/mæksəmaɪz/
verb
1. Make as big or large as possible
- "Maximize your profits!"
- synonym:
- maximize ,
- maximise
1. Κάντε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ή μεγάλο
- "Μεγιστοποιήστε τα κέρδη σας!"
- συνώνυμο:
- μεγιστοποιώ
2. Make the most of
- "He maximized his role"
- synonym:
- maximize ,
- maximise
2. Αξιοποιήστε στο έπακρο
- "Μεγιστοποίησε το ρόλο του"
- συνώνυμο:
- μεγιστοποιώ