Translation meaning & definition of the word "maxim" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαξίμ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Maxim
[Μεγιστοποίηση]/mæksəm/
noun
1. A saying that is widely accepted on its own merits
- synonym:
- maxim ,
- axiom
1. Ένα ρητό που είναι ευρέως αποδεκτό από μόνο του
- συνώνυμο:
- μέγιστο ,
- αξίωμα
2. English inventor (born in the united states) who invented the maxim gun that was used in world war i (1840-1916)
- synonym:
- Maxim ,
- Sir Hiram Stevens Maxim
2. Άγγλος εφευρέτης (γεννημένος στις ηνωμένες πολιτείες), ο οποίος εφηύρε το όπλο που χρησιμοποιήθηκε στον α ́ παγκόσμιο πόλεμο (1840-1916)
- συνώνυμο:
- Μεγιστοποίηση ,
- Σερ Χίραμ Στίβενς Μαξίμ