Translation meaning & definition of the word "maul" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μάουλ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Maul
[Μωλ]/mɔl/
noun
1. A heavy long-handled hammer used to drive stakes or wedges
- synonym:
- maul ,
- sledge ,
- sledgehammer
1. Ένα βαρύ σφυρί με μακριά χέρια που χρησιμοποιείται για την οδήγηση πονταρισμάτων ή σφηνών
- συνώνυμο:
- μαούλ ,
- έλκηθρο ,
- βαριοπούλα
verb
1. Split (wood) with a maul and wedges
- synonym:
- maul
1. Σπασμένο (υ) με μαούλ και σφήνες
- συνώνυμο:
- μαούλ
2. Injure badly by beating
- synonym:
- maul ,
- mangle
2. Τραυματίστε άσχημα χτυπώντας
- συνώνυμο:
- μαούλ ,
- ανδρείκελο