Translation meaning & definition of the word "maturity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ωριμότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Maturity
[Ωριμότητα]/məʧʊrəti/
noun
1. The period of time in your life after your physical growth has stopped and you are fully developed
- synonym:
- adulthood ,
- maturity
1. Η χρονική περίοδος στη ζωή σας μετά τη σωματική σας ανάπτυξη έχει σταματήσει και είστε πλήρως ανεπτυγμένοι
- συνώνυμο:
- ενηλικίωση ,
- ωριμότητα
2. State of being mature
- Full development
- synonym:
- maturity ,
- matureness
2. Κατάσταση ωρίμανσης
- Πλήρης ανάπτυξη
- συνώνυμο:
- ωριμότητα
3. The date on which an obligation must be repaid
- synonym:
- maturity ,
- maturity date ,
- due date
3. Την ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να επιστραφεί η υποχρέωση
- συνώνυμο:
- ωριμότητα ,
- ημερομηνία λήξης