Translation meaning & definition of the word "mature" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ώριμη" στην ελληνική γλώσσα
Mature
[Ώριμη]verb
1. Develop and reach maturity
- Undergo maturation
- "He matured fast"
- "The child grew fast"
- synonym:
- mature ,
- maturate ,
- grow
1. Αναπτύξτε και φτάστε στην ωριμότητα
- Υποβάλλονται σε ωρίμανση
- "Ωρίμασε γρήγορα"
- "Το παιδί μεγάλωσε γρήγορα"
- συνώνυμο:
- ώριμος ,
- ωριμάζω ,
- μεγαλώνω
2. Develop and work out fully in one's mind
- "I need to mature my thoughts"
- synonym:
- mature
2. Αναπτύξτε και εργαστείτε πλήρως στο μυαλό σας
- "Πρέπει να ωριμάσω τις σκέψεις μου"
- συνώνυμο:
- ώριμος
3. Become due for repayment
- "These bonds mature in 2005"
- synonym:
- mature
3. Να πληρώνετε για την αποπληρωμή
- "Αυτά τα ομόλογα ωριμάζουν το 2005"
- συνώνυμο:
- ώριμος
4. Cause to ripen or develop fully
- "The sun ripens the fruit"
- "Age matures a good wine"
- synonym:
- ripen ,
- mature
4. Αιτία ωρίμανσης ή πλήρους ανάπτυξης
- "Ο ήλιος ωριμάζει τους καρπούς"
- "Η ηλικία ωριμάζει ένα καλό κρασί"
- συνώνυμο:
- ωριμάζω ,
- ώριμος
5. Grow old or older
- "She aged gracefully"
- "We age every day--what a depressing thought!"
- "Young men senesce"
- synonym:
- senesce ,
- age ,
- get on ,
- mature ,
- maturate
5. Μεγαλώνουν ή γερνούν
- "Ηλικίασε χαριτωμένα"
- "Μεγαλώνουμε κάθε μέρα - τι καταθλιπτική σκέψη!"
- "Νέοι άνδρες γερουσιάζουν"
- συνώνυμο:
- ανατρέπω ,
- ηλικία ,
- προχωρώ ,
- ώριμος ,
- ωριμάζω
6. Cause to ripen and discharge pus
- "The oil suppurates the pustules"
- synonym:
- suppurate ,
- mature
6. Αιτία ωρίμανσης και απόρριψης πύου
- "Το λάδι εξασφαλίζει τις φλύκταινες"
- συνώνυμο:
- υπερβολικόσ ,
- ώριμος
adjective
1. Characteristic of maturity
- "Mature for her age"
- synonym:
- mature
1. Χαρακτηριστικό της ωριμότητας
- "Ωριμασμένη για την ηλικία της"
- συνώνυμο:
- ώριμος
2. Fully considered and perfected
- "Mature plans"
- synonym:
- mature ,
- matured
2. Πλήρως εξετασμένο και τελειοποιημένο
- "Ώριμα σχέδια"
- συνώνυμο:
- ώριμος ,
- ωρίμασε
3. Having reached full natural growth or development
- "A mature cell"
- synonym:
- mature
3. Έχοντας φτάσει σε πλήρη φυσική ανάπτυξη ή ανάπτυξη
- "Ένα ώριμο κύτταρο"
- συνώνυμο:
- ώριμος
4. Fully developed or matured and ready to be eaten or used
- "Ripe peaches"
- "Full-bodied mature wines"
- synonym:
- ripe ,
- mature
4. Πλήρως αναπτυγμένο ή ωριμασμένο και έτοιμο για κατανάλωση ή χρήση
- "Ριανά ροδάκινα"
- "Πλήρη ώριμα κρασιά"
- συνώνυμο:
- ώριμος
5. (of birds) having developed feathers or plumage
- Often used in combination
- synonym:
- fledged ,
- mature
5. ( των πουλιών) με αναπτυγμένα φτερά ή φτέρωμα
- Συχνά χρησιμοποιείται σε συνδυασμό
- συνώνυμο:
- παραιτήθηκε ,
- ώριμος