Translation meaning & definition of the word "mattress" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στρες" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mattress
[Στρώμα]/mætrəs/
noun
1. A large thick pad filled with resilient material and often incorporating coiled springs, used as a bed or part of a bed
- synonym:
- mattress
1. Ένα μεγάλο παχύ μαξιλάρι γεμάτο με ανθεκτικό υλικό και συχνά ενσωματώνοντας περιτυλιγμένα ελατήρια, που χρησιμοποιούνται ως κρεβάτι
- συνώνυμο:
- στρώμα
Examples of using
Tom slept on the inflatable mattress.
Ο Τομ κοιμήθηκε στο φουσκωτό στρώμα.
Tom hid his money under his mattress.
Ο Τομ έκρυψε τα χρήματά του κάτω από το στρώμα του.