Translation meaning & definition of the word "matte" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ματ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Matte
[Ματ]/mæt/
noun
1. A mixture of sulfides that forms when sulfide metal ores are smelted
- synonym:
- matte
1. Ένα μείγμα σουλφιδίων που σχηματίζεται όταν τα μεταλλεύματα σουλφιδίου τεμαχίζονται
- συνώνυμο:
- ματ
2. The property of having little or no contrast
- Lacking highlights or gloss
- synonym:
- flatness ,
- lusterlessness ,
- lustrelessness ,
- mat ,
- matt ,
- matte
2. Η ιδιότητα του να έχεις λίγη ή καθόλου αντίθεση
- Λείπει από τα σημαντικά στοιχεία ή τη γυαλάδα
- συνώνυμο:
- επιπεδότητα ,
- αστάθεια ,
- απερισκεψία ,
- ματ
verb
1. Change texture so as to become matted and felt-like
- "The fabric felted up after several washes"
- synonym:
- felt ,
- felt up ,
- mat up ,
- matt-up ,
- matte up ,
- matte ,
- mat
1. Αλλάξτε την υφή έτσι ώστε να γίνει χαρτοποιημένο και αισθητό
- "Το ύφασμα επικαλύπτεται μετά από αρκετές πλύσεις"
- συνώνυμο:
- αισθάνθηκε ,
- αισθάνθηκα ,
- επιτίθεμαι ,
- ανταλλακτικό ,
- ματ
adjective
1. Not reflecting light
- Not glossy
- "Flat wall paint"
- "A photograph with a matte finish"
- synonym:
- flat ,
- mat ,
- matt ,
- matte ,
- matted
1. Δεν αντανακλά το φως
- Όχι γυαλιστερό
- "Επίπεδο χρώμα τοίχου"
- "Μια φωτογραφία με ματ φινίρισμα"
- συνώνυμο:
- επίπεδο ,
- ματ ,
- ταιριάζω