Translation meaning & definition of the word "matrix" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μήτρα" στην ελληνική γλώσσα
Matrix
[Μάτριξ]noun
1. (mathematics) a rectangular array of quantities or expressions set out by rows and columns
- Treated as a single element and manipulated according to rules
- synonym:
- matrix
1. ( μαθηματικά) μια ορθογώνια σειρά ποσοτήτων ή εκφράσεων που καθορίζονται από σειρές και στήλες
- Αντιμετωπίζεται ως ένα ενιαίο στοιχείο και χειραγωγείται σύμφωνα με τους κανόνες
- συνώνυμο:
- μήτρα
2. (geology) amass of fine-grained rock in which fossils, crystals, or gems are embedded
- synonym:
- matrix
2. (γεωλογία) συσσωμάτωση λεπτόκοκκου βράχου στον οποίο είναι ενσωματωμένα απολιθώματα, κρύσταλλα ή πολύτιμοι λίθοι
- συνώνυμο:
- μήτρα
3. An enclosure within which something originates or develops (from the latin for womb)
- synonym:
- matrix
3. Ένα περίβλημα μέσα στο οποίο κάτι προέρχεται ή αναπτύσσεται (από το λατινικό για τη μήτρα
- συνώνυμο:
- μήτρα
4. The body substance in which tissue cells are embedded
- synonym:
- matrix ,
- intercellular substance ,
- ground substance
4. Η ουσία του σώματος στην οποία είναι ενσωματωμένα τα κύτταρα των ιστών
- συνώνυμο:
- μήτρα ,
- διακυτταρική ουσία ,
- επίγεια ουσία
5. The formative tissue at the base of a nail
- synonym:
- matrix
5. Ο διαμορφωτικός ιστός στη βάση ενός νυχιού
- συνώνυμο:
- μήτρα
6. Mold used in the production of phonograph records, type, or other relief surface
- synonym:
- matrix
6. Μούχλα που χρησιμοποιείται στην παραγωγή αρχείων φωνογράφου, τύπου ή άλλης επιφάνειας ανακούφισης
- συνώνυμο:
- μήτρα