Translation meaning & definition of the word "maternity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μητρότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Maternity
[Μητρότητα]/mətərnɪti/
noun
1. The state of being pregnant
- The period from conception to birth when a woman carries a developing fetus in her uterus
- synonym:
- pregnancy ,
- gestation ,
- maternity
1. Η κατάσταση της εγκυμοσύνης
- Η περίοδος από τη σύλληψη μέχρι τη γέννηση όταν μια γυναίκα φέρει ένα αναπτυσσόμενο έμβρυο στη μήτρα της
- συνώνυμο:
- εγκυμοσύνη ,
- κύηση ,
- μητρότητα
2. The kinship relation between an offspring and the mother
- synonym:
- motherhood ,
- maternity
2. Η σχέση συγγένειας μεταξύ απογόνου και μητέρας
- συνώνυμο:
- μητρότητα
3. The quality of having or showing the tenderness and warmth and affection of or befitting a mother
- "The girl's motherliness made her invaluable in caring for the children"
- synonym:
- motherliness ,
- maternalism ,
- maternal quality ,
- maternity
3. Η ποιότητα της ύπαρξης ή της επίδειξης της τρυφερότητας και της ζεστασιάς και της στοργής ή της τοποθέτησης μιας μητέρας
- "Η μητρότητα του κοριτσιού την έκανε ανεκτίμητη στη φροντίδα των παιδιών"
- συνώνυμο:
- μητρότητα ,
- ποιότητα μητέρας
Examples of using
Mary is on maternity leave.
Η Μαρία είναι σε άδεια μητρότητας.
Mary took maternity leave.
Η Μαρία πήρε άδεια μητρότητας.
Did you give birth at home or at a maternity hospital?
Γεννήσατε στο σπίτι ή σε νοσοκομείο μητρότητας?