Translation meaning & definition of the word "maternal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μητρική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Maternal
[Μητρική]/mətərnəl/
adjective
1. Characteristic of a mother
- "Warm maternal affection for her guest"- dorothy sayers
- synonym:
- maternal
1. Χαρακτηριστικό μιας μητέρας
- "Ζεστή μητρική αγάπη για τον επισκέπτη της" - ντόροθι σάιερς
- συνώνυμο:
- μητέρα
2. Relating to or derived from one's mother
- "Maternal genes"
- synonym:
- maternal
2. Σχετικά με ή προέρχονται από τη μητέρα κάποιου
- "Μητρικά γονίδια"
- συνώνυμο:
- μητέρα
3. Relating to or characteristic of or befitting a parent
- "Parental guidance"
- synonym:
- parental ,
- maternal ,
- paternal
3. Σχετικά με ή χαρακτηριστικά ή την τοποθέτηση γονέα
- "Γονική καθοδήγηση"
- συνώνυμο:
- γονέασ ,
- μητέρα ,
- πατρικός
4. Related on the mother's side
- "My maternal grandmother"
- synonym:
- enate ,
- enatic ,
- maternal(p)
4. Σχετικά με την πλευρά της μητέρας
- "Η γιαγιά μου"
- συνώνυμο:
- ενάτη ,
- ενατικόσ ,
- μητρικό()