Translation meaning & definition of the word "materialistic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υλιστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Materialistic
[Υλιστικόσ]/mətɪriəlɪstɪk/
adjective
1. Marked by materialism
- synonym:
- materialistic ,
- mercenary ,
- worldly-minded
1. Σημαδεμένος από τον υλισμό
- συνώνυμο:
- υλιστικόσ ,
- μισθοφόροσ ,
- κοσμικός
2. Conforming to the standards and conventions of the middle class
- "A bourgeois mentality"
- synonym:
- bourgeois ,
- conservative ,
- materialistic
2. Συμμόρφωση με τα πρότυπα και τις συμβάσεις της μεσαίας τάξης
- "Αστική νοοτροπία"
- συνώνυμο:
- αστικόσ ,
- συντηρητικός ,
- υλιστικόσ