Translation meaning & definition of the word "materialist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υλιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Materialist
[Υλιστής]/mətɪriəlɪst/
noun
1. Someone with great regard for material possessions
- synonym:
- materialist
1. Κάποιος με μεγάλη εκτίμηση για τα υλικά αποκτήματα
- συνώνυμο:
- υλιστής
2. Someone who thinks that nothing exists but physical matter
- synonym:
- materialist
2. Κάποιος που νομίζει ότι δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά φυσική ύλη
- συνώνυμο:
- υλιστής