Translation meaning & definition of the word "material" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υλικό" στην ελληνική γλώσσα
Material
[Υλικό]noun
1. The tangible substance that goes into the makeup of a physical object
- "Coal is a hard black material"
- "Wheat is the stuff they use to make bread"
- synonym:
- material ,
- stuff
1. Η απτή ουσία που πηγαίνει στο μακιγιάζ ενός φυσικού αντικειμένου
- "Το άνθρακα είναι ένα σκληρό μαύρο υλικό"
- "Το θερμότητα είναι τα πράγματα που χρησιμοποιούν για να φτιάξουν ψωμί"
- συνώνυμο:
- υλικό ,
- πράγματα
2. Information (data or ideas or observations) that can be used or reworked into a finished form
- "The archives provided rich material for a definitive biography"
- synonym:
- material
2. Πληροφορίες (δεδομένα ή ιδέες ή παρατηρήσεις) που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ή να επανασχεδιαστούν σε τελική μορφή
- "Τα αρχεία παρείχαν πλούσιο υλικό για οριστική βιογραφία"
- συνώνυμο:
- υλικό
3. Artifact made by weaving or felting or knitting or crocheting natural or synthetic fibers
- "The fabric in the curtains was light and semitransparent"
- "Woven cloth originated in mesopotamia around 5000 bc"
- "She measured off enough material for a dress"
- synonym:
- fabric ,
- cloth ,
- material ,
- textile
3. Τεχνούργημα κατασκευασμένο από ύφανση ή πλέξιμο ή πλέξιμο φυσικών ή συνθετικών ινών
- "Το ύφασμα στις κουρτίνες ήταν ελαφρύ και ημιδιαφανές"
- "Το υφασμένο ύφασμα προέρχεται από τη μεσοποταμία γύρω στο 5000 π.χ"
- "Μέτρησε αρκετό υλικό για ένα φόρεμα"
- συνώνυμο:
- ύφασμα ,
- υλικό
4. Things needed for doing or making something
- "Writing materials"
- "Useful teaching materials"
- synonym:
- material
4. Πράγματα που απαιτούνται για να κάνει ή να κάνει κάτι
- "Υλικά γραφής"
- "Χρήσιμο διδακτικό υλικό"
- συνώνυμο:
- υλικό
5. A person judged suitable for admission or employment
- "He was university material"
- "She was vice-presidential material"
- synonym:
- material
5. Ένα άτομο που κρίνεται κατάλληλο για είσοδο ή απασχόληση
- "Ήταν πανεπιστημιακό υλικό"
- "Ήταν αντιπρόεδρο υλικό"
- συνώνυμο:
- υλικό
adjective
1. Concerned with worldly rather than spiritual interests
- "Material possessions"
- "Material wealth"
- "Material comforts"
- synonym:
- material
1. Ασχολείται με τα κοσμικά και όχι με τα πνευματικά συμφέροντα
- "Υλικά αποκτήματα"
- "Υλικός πλούτος"
- "Υλικές ανέσεις"
- συνώνυμο:
- υλικό
2. Derived from or composed of matter
- "The material universe"
- synonym:
- material
2. Προέρχεται από ή αποτελείται από ύλη
- "Το υλικό σύμπαν"
- συνώνυμο:
- υλικό
3. Directly relevant to a matter especially a law case
- "His support made a material difference"
- "Evidence material to the issue at hand"
- "Facts likely to influence the judgment are called material facts"
- "A material witness"
- synonym:
- material
3. Άμεσα σχετικό με ένα θέμα, ιδίως μια νομική υπόθεση
- "Η υποστήριξή του έκανε την υλική διαφορά"
- "Υλικό αποδεικτικών στοιχείων για το επίμαχο ζήτημα"
- "Τα γεγονότα που ενδέχεται να επηρεάσουν την κρίση ονομάζονται υλικά γεγονότα"
- "Υλικός μάρτυρας"
- συνώνυμο:
- υλικό
4. Concerned with or affecting physical as distinct from intellectual or psychological well-being
- "Material needs"
- "The moral and material welfare of all good citizens"- t.roosevelt
- synonym:
- material
4. Ασχολείται ή επηρεάζει τη σωματική ως διαφορετική από την πνευματική ή ψυχολογική ευημερία
- "Υλικές ανάγκες"
- "Η ηθική και υλική ευημερία όλων των καλών πολιτών" - τ. ρούσβελτ
- συνώνυμο:
- υλικό
5. Having material or physical form or substance
- "That which is created is of necessity corporeal and visible and tangible" - benjamin jowett
- synonym:
- corporeal ,
- material
5. Έχοντας υλική ή φυσική μορφή ή ουσία
- "Αυτό που δημιουργήθηκε είναι αναγκαστικά σωματικό και ορατό και απτό" - μπέντζαμιν τζόβετ
- συνώνυμο:
- σωματοειδήσ ,
- υλικό
6. Having substance or capable of being treated as fact
- Not imaginary
- "The substantial world"
- "A mere dream, neither substantial nor practical"
- "Most ponderous and substantial things"- shakespeare
- synonym:
- substantial ,
- real ,
- material
6. Έχοντας ουσία ή ικανή να αντιμετωπιστεί ως γεγονός
- Όχι φανταστικός
- "Ο ουσιαστικός κόσμος"
- "Ένα απλό όνειρο, ούτε ουσιαστικό ούτε πρακτικό"
- "Τα πιο υπέροχα και ουσιαστικά πράγματα" - σαίξπηρ
- συνώνυμο:
- σημαντικός ,
- πραγματικός ,
- υλικό