Translation meaning & definition of the word "mater" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μητέρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mater
[Μεταλλωρύχος]/mɑtər/
noun
1. An informal use of the latin word for mother
- Sometimes used by british schoolboys or used facetiously
- synonym:
- mater
1. Μια άτυπη χρήση της λατινικής λέξης για τη μητέρα
- Μερικές φορές χρησιμοποιείται από βρετανούς μαθητές ή χρησιμοποιείται προσωπικά
- συνώνυμο:
- μητρική