Translation meaning & definition of the word "mate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδελφός" στην ελληνική γλώσσα
Mate
[Συντροφιά]noun
1. The officer below the master on a commercial ship
- synonym:
- mate ,
- first mate
1. Ο αξιωματικός κάτω από τον πλοίαρχο σε ένα εμπορικό πλοίο
- συνώνυμο:
- σύντροφοσ ,
- πρώτος σύντροφος
2. A fellow member of a team
- "It was his first start against his former teammates"
- synonym:
- teammate ,
- mate
2. Ένας συνάδελφος μιας ομάδας
- "Ήταν η πρώτη του αρχή απέναντι στους πρώην συμπαίκτες του"
- συνώνυμο:
- συμπαίκτης ,
- σύντροφοσ
3. The partner of an animal (especially a sexual partner)
- "He loved the mare and all her mates"
- "Camels hate leaving their mates"
- synonym:
- mate
3. Ο σύντροφος ενός ζώου (ειδικά ένας σεξουαλικός σύντροφος)
- "Αγαπούσε τη φοράδα και όλους τους συντρόφους της"
- "Οι καμήλες μισούν να αφήνουν τους συντρόφους τους"
- συνώνυμο:
- σύντροφοσ
4. A person's partner in marriage
- synonym:
- spouse ,
- partner ,
- married person ,
- mate ,
- better half
4. Ο σύντροφος ενός ατόμου στο γάμο
- συνώνυμο:
- σύζυγος ,
- συνεργάτης ,
- παντρεμένος ,
- σύντροφοσ ,
- καλύτερο μισό
5. An exact duplicate
- "When a match is found an entry is made in the notebook"
- synonym:
- match ,
- mate
5. Ένα ακριβές διπλότυπο
- "Όταν βρεθεί ένας αγώνας μια καταχώρηση γίνεται στο σημειωματάριο"
- συνώνυμο:
- αγώνασ ,
- σύντροφοσ
6. One of a pair
- "He lost the mate to his shoe"
- "One eye was blue but its fellow was brown"
- synonym:
- mate ,
- fellow
6. Ένα από τα ζευγάρια
- "Έχασε τον σύντροφο στο παπούτσι του"
- "Το ένα μάτι ήταν μπλε, αλλά ο συνάδελφός του ήταν καφέ"
- συνώνυμο:
- σύντροφοσ ,
- συνάδελφοσ
7. South american holly
- Leaves used in making a drink like tea
- synonym:
- mate ,
- Paraguay tea ,
- Ilex paraguariensis
7. Νότια αμερική
- Φύλλα που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ενός ποτού όπως το τσάι
- συνώνυμο:
- σύντροφοσ ,
- Τσάι Παραγουάης ,
- Ιλεξ παραγουαρένσια
8. Informal term for a friend of the same sex
- synonym:
- mate
8. Ανεπίσημος όρος για έναν φίλο του ίδιου φύλου
- συνώνυμο:
- σύντροφοσ
9. South american tea-like drink made from leaves of a south american holly called mate
- synonym:
- mate
9. Ποτό που μοιάζει με τσάι της νότιας αμερικής φτιαγμένο από φύλλα ενός αποκαλούμενου συντρόφου της νότιας αμερικής
- συνώνυμο:
- σύντροφοσ
10. A chess move constituting an inescapable and indefensible attack on the opponent's king
- synonym:
- checkmate ,
- mate
10. Μια σκακιστική κίνηση που αποτελεί μια αναπόφευκτη και ανεξίτηλη επίθεση στο βασιλιά του αντιπάλου
- συνώνυμο:
- τσεκούρι ,
- σύντροφοσ
verb
1. Engage in sexual intercourse
- "Birds mate in the spring"
- synonym:
- copulate ,
- mate ,
- pair ,
- couple
1. Εμπλοκή σε σεξουαλική επαφή
- "Τα πουλιά ζευγαρώνουν την άνοιξη"
- συνώνυμο:
- συνωμοτώ ,
- σύντροφοσ ,
- ζευγάρι
2. Bring two objects, ideas, or people together
- "This fact is coupled to the other one"
- "Matchmaker, can you match my daughter with a nice young man?"
- "The student was paired with a partner for collaboration on the project"
- synonym:
- match ,
- mate ,
- couple ,
- pair ,
- twin
2. Φέρτε δύο αντικείμενα, ιδέες ή ανθρώπους μαζί
- "Αυτό το γεγονός συνδέεται με το άλλο"
- "Μπορείτε να ταιριάξετε την κόρη μου με έναν καλό νεαρό άνδρα?"
- "Ο φοιτητής συνδυάστηκε με έναν εταίρο για συνεργασία στο έργο"
- συνώνυμο:
- αγώνασ ,
- σύντροφοσ ,
- ζευγάρι ,
- δίδυμος
3. Place an opponent's king under an attack from which it cannot escape and thus ending the game
- "Kasparov checkmated his opponent after only a few moves"
- synonym:
- checkmate ,
- mate
3. Τοποθετήστε το βασιλιά ενός αντιπάλου κάτω από μια επίθεση από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει και έτσι τελειώνει το παιχν
- "Ο κασπάροφ τσέκαρε τον αντίπαλό του μετά από λίγες μόνο κινήσεις"
- συνώνυμο:
- τσεκούρι ,
- σύντροφοσ