Translation meaning & definition of the word "matching" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταίριασμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Matching
[Αντιστοίχιση]/mæʧɪŋ/
adjective
1. Being two identical
- synonym:
- duplicate ,
- matching ,
- twin(a) ,
- twinned
1. Είναι δύο πανομοιότυπα
- συνώνυμο:
- διπλότυπο ,
- ταίριασμα ,
- δίδυμο() ,
- αδελφοποιημένο
2. Intentionally matched
- "Curtains and walls were color coordinated"
- synonym:
- coordinated ,
- co-ordinated ,
- matching
2. Σκόπιμα ταιριάζει
- "Οι κουρτίνες και οι τοίχοι ήταν συντονισμένοι με χρώμα"
- συνώνυμο:
- συντονισμένος ,
- συντονισμένη ,
- ταίριασμα