Translation meaning & definition of the word "match" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "ταίριασμα" στην ελληνική γλώσσα
Match
[Αγώνας]noun
1. Lighter consisting of a thin piece of wood or cardboard tipped with combustible chemical
- Ignites with friction
- "He always carries matches to light his pipe"
- "As long you've a lucifer to light your fag"
- synonym:
- match ,
- lucifer ,
- friction match
1. Αναπτήρας που αποτελείται από ένα λεπτό κομμάτι ξύλου ή χαρτονιού με μύτη με εύφλεκτη χημική ουσία
- Αναφλέγεται με τριβή
- "Κουβαλάει πάντα σπίρτα για να ανάψει την πίπα του"
- "Όσο καιρό έχεις έναν εωσφόρο να ανάψει το κουκλάκι σου"
- συνώνυμο:
- αγώνας ,
- εωσφόρου ,
- αγώνας τριβής
2. A formal contest in which two or more persons or teams compete
- synonym:
- match
2. Ένας επίσημος διαγωνισμός στον οποίο διαγωνίζονται δύο ή περισσότερα άτομα ή ομάδες
- συνώνυμο:
- αγώνας
3. A burning piece of wood or cardboard
- "If you drop a match in there the whole place will explode"
- synonym:
- match
3. Ένα κομμάτι ξύλου ή χαρτονιού που καίγεται
- "Αν ρίξεις ένα σπίρτο εκεί μέσα όλο το μέρος θα εκραγεί"
- συνώνυμο:
- αγώνας
4. An exact duplicate
- "When a match is found an entry is made in the notebook"
- synonym:
- match ,
- mate
4. Ένα ακριβές αντίγραφο
- "Όταν βρεθεί αντιστοίχιση γίνεται καταχώρηση στο σημειωματάριο"
- συνώνυμο:
- αγώνας ,
- σύντροφος
5. The score needed to win a match
- synonym:
- match
5. Το σκορ που χρειαζόταν για να κερδίσει έναν αγώνα
- συνώνυμο:
- αγώνας
6. A person regarded as a good matrimonial prospect
- synonym:
- catch ,
- match
6. Ένα άτομο που θεωρείται καλή προοπτική γάμου
- συνώνυμο:
- πιάνω ,
- αγώνας
7. A person who is of equal standing with another in a group
- synonym:
- peer ,
- equal ,
- match ,
- compeer
7. Ένα άτομο που είναι ισότιμο με ένα άλλο σε μια ομάδα
- συνώνυμο:
- ομότιμος ,
- ίσο ,
- αγώνας ,
- συντροφιά
8. A pair of people who live together
- "A married couple from chicago"
- synonym:
- couple ,
- mates ,
- match
8. Ένα ζευγάρι ανθρώπων που ζουν μαζί
- "Ένα παντρεμένο ζευγάρι από το σικάγο"
- συνώνυμο:
- ζευγάρι ,
- σύντροφοι ,
- αγώνας
9. Something that resembles or harmonizes with
- "That tie makes a good match with your jacket"
- synonym:
- match
9. Κάτι που μοιάζει ή εναρμονίζεται με
- "Αυτή η γραβάτα ταιριάζει καλά με το σακάκι σου"
- συνώνυμο:
- αγώνας
verb
1. Be compatible, similar or consistent
- Coincide in their characteristics
- "The two stories don't agree in many details"
- "The handwriting checks with the signature on the check"
- "The suspect's fingerprints don't match those on the gun"
- synonym:
- match ,
- fit ,
- correspond ,
- check ,
- jibe ,
- gibe ,
- tally ,
- agree
1. Να είστε συμβατοί, παρόμοιοι ή συνεπείς
- Συμπίπτουν στα χαρακτηριστικά τους
- "Οι δύο ιστορίες δεν συμφωνούν σε πολλές λεπτομέρειες"
- "Το χειρόγραφο ελέγχει με την υπογραφή στην επιταγή"
- "Τα δακτυλικά αποτυπώματα του υπόπτου δεν ταιριάζουν με αυτά στο όπλο"
- συνώνυμο:
- αγώνας ,
- εφαρμόζω ,
- αντιστοιχούν ,
- ελέγχω ,
- jibe ,
- gibe ,
- απολογισμός ,
- συμφωνώ
2. Provide funds complementary to
- "The company matched the employees' contributions"
- synonym:
- match
2. Παροχή κεφαλαίων συμπληρωματικών προς
- "Η εταιρεία ταίριαξε με τις εισφορές των εργαζομένων"
- συνώνυμο:
- αγώνας
3. Bring two objects, ideas, or people together
- "This fact is coupled to the other one"
- "Matchmaker, can you match my daughter with a nice young man?"
- "The student was paired with a partner for collaboration on the project"
- synonym:
- match ,
- mate ,
- couple ,
- pair ,
- twin
3. Φέρτε μαζί δύο αντικείμενα, ιδέες ή ανθρώπους
- "Το γεγονός αυτό συνδέεται με το άλλο"
- "Προξενητή, μπορείς να ταιριάξεις την κόρη μου με έναν ωραίο νεαρό;"
- "Ο μαθητής συνδυάστηκε με έναν συνεργάτη για συνεργασία στο έργο"
- συνώνυμο:
- αγώνας ,
- σύντροφος ,
- ζευγάρι ,
- δίδυμος
4. Be equal to in quality or ability
- "Nothing can rival cotton for durability"
- "Your performance doesn't even touch that of your colleagues"
- "Her persistence and ambition only matches that of her parents"
- synonym:
- equal ,
- touch ,
- rival ,
- match
4. Να είναι ίσο με την ποιότητα ή την ικανότητα
- "Τίποτα δεν μπορεί να συναγωνιστεί το βαμβάκι για ανθεκτικότητα"
- "Η ερμηνεία σας δεν αγγίζει καν αυτή των συναδέλφων σας"
- "Η επιμονή και η φιλοδοξία της ταιριάζουν μόνο με αυτή των γονιών της"
- συνώνυμο:
- ίσο ,
- αφή ,
- αντίπαλος ,
- αγώνας
5. Make correspond or harmonize
- "Match my sweater"
- synonym:
- match ,
- fit
5. Κάντε αλληλογραφία ή εναρμονίστε
- "Ταίριαξε το πουλόβερ μου"
- συνώνυμο:
- αγώνας ,
- εφαρμόζω
6. Satisfy or fulfill
- "Meet a need"
- "This job doesn't match my dreams"
- synonym:
- meet ,
- match ,
- cope with
6. Ικανοποιήστε ή εκπληρώστε
- "Καλύψτε μια ανάγκη"
- "Αυτή η δουλειά δεν ταιριάζει με τα όνειρά μου"
- συνώνυμο:
- συναντώ ,
- αγώνας ,
- αντιμετωπίζω
7. Give or join in marriage
- synonym:
- match
7. Δώστε ή συμμετάσχετε σε γάμο
- συνώνυμο:
- αγώνας
8. Set into opposition or rivalry
- "Let them match their best athletes against ours"
- "Pit a chess player against the russian champion"
- "He plays his two children off against each other"
- synonym:
- pit ,
- oppose ,
- match ,
- play off
8. Τοποθετημένος στην αντιπολίτευση ή την αντιπαλότητα
- "Ας ταιριάξουν τους καλύτερους αθλητές τους με τους δικούς μας"
- "Βάλτε έναν σκακιστή εναντίον του ρώσου πρωταθλητή"
- "Παίζει τα δύο του παιδιά μεταξύ τους"
- συνώνυμο:
- λάκκος ,
- αντιτίθεμαι ,
- αγώνας ,
- πλέι οφ
9. Be equal or harmonize
- "The two pieces match"
- synonym:
- match
9. Να είσαι ίσος ή να εναρμονίζεσαι
- "Τα δύο κομμάτια ταιριάζουν"
- συνώνυμο:
- αγώνας
10. Make equal, uniform, corresponding, or matching
- "Let's equalize the duties among all employees in this office"
- "The company matched the discount policy of its competitors"
- synonym:
- equal ,
- match ,
- equalize ,
- equalise ,
- equate
10. Κάντε ίσο, ομοιόμορφο, αντίστοιχο ή ταιριαστό
- "Ας εξισώσουμε τα καθήκοντα μεταξύ όλων των εργαζομένων σε αυτό το γραφείο"
- "Η εταιρεία ταίριαξε με την πολιτική εκπτώσεων των ανταγωνιστών της"
- συνώνυμο:
- ίσο ,
- αγώνας ,
- ισοσταθμίζω ,
- εξισώνω