Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "match" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταιριάζει" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Match

[Αγώνας]
/mæʧ/

noun

1. Lighter consisting of a thin piece of wood or cardboard tipped with combustible chemical

  • Ignites with friction
  • "He always carries matches to light his pipe"
  • "As long you've a lucifer to light your fag"
    synonym:
  • match
  • ,
  • lucifer
  • ,
  • friction match

1. Ελαφρύτερος που αποτελείται από ένα λεπτό κομμάτι ξύλου ή χαρτονιού που ταιριάζει με την καύσιμη χημική ουσία

  • Αναφλέγεται με τριβή
  • "Φέρνει πάντα αγώνες για να ανάψει το σωλήνα του"
  • "Όσο καιρό έχετε μια διαύγεια για να ανάψετε την αδελφή σας"
    συνώνυμο:
  • αγώνασ
  • ,
  • λουσίφερ
  • ,
  • τριβή

2. A formal contest in which two or more persons or teams compete

    synonym:
  • match

2. Ένας επίσημος διαγωνισμός στον οποίο συμμετέχουν δύο ή περισσότερα άτομα ή ομάδες

    συνώνυμο:
  • αγώνασ

3. A burning piece of wood or cardboard

  • "If you drop a match in there the whole place will explode"
    synonym:
  • match

3. Ένα κομμάτι ξύλου ή χαρτονιού

  • "Αν πέσει ένας αγώνας εκεί μέσα όλο το μέρος θα εκραγεί"
    συνώνυμο:
  • αγώνασ

4. An exact duplicate

  • "When a match is found an entry is made in the notebook"
    synonym:
  • match
  • ,
  • mate

4. Ένα ακριβές διπλότυπο

  • "Όταν βρεθεί ένας αγώνας μια καταχώρηση γίνεται στο σημειωματάριο"
    συνώνυμο:
  • αγώνασ
  • ,
  • σύντροφοσ

5. The score needed to win a match

    synonym:
  • match

5. Το σκορ που χρειαζόταν για να κερδίσει έναν αγώνα

    συνώνυμο:
  • αγώνασ

6. A person regarded as a good matrimonial prospect

    synonym:
  • catch
  • ,
  • match

6. Ένα άτομο που θεωρείται ως μια καλή γαμήλια προοπτική

    συνώνυμο:
  • αλιεύω
  • ,
  • αγώνασ

7. A person who is of equal standing with another in a group

    synonym:
  • peer
  • ,
  • equal
  • ,
  • match
  • ,
  • compeer

7. Ένα άτομο που είναι ισότιμο με ένα άλλο σε μια ομάδα

    συνώνυμο:
  • από κοινού
  • ,
  • ίσος
  • ,
  • αγώνασ
  • ,
  • επιτιμών

8. A pair of people who live together

  • "A married couple from chicago"
    synonym:
  • couple
  • ,
  • mates
  • ,
  • match

8. Ένα ζευγάρι ανθρώπων που ζουν μαζί

  • "Ένα παντρεμένο ζευγάρι από το σικάγο"
    συνώνυμο:
  • ζευγάρι
  • ,
  • συντρόφουσ
  • ,
  • αγώνασ

9. Something that resembles or harmonizes with

  • "That tie makes a good match with your jacket"
    synonym:
  • match

9. Κάτι που μοιάζει ή εναρμονίζεται με

  • "Αυτή η γραβάτα κάνει μια καλή αντιστοιχία με το σακάκι σας"
    συνώνυμο:
  • αγώνασ

verb

1. Be compatible, similar or consistent

  • Coincide in their characteristics
  • "The two stories don't agree in many details"
  • "The handwriting checks with the signature on the check"
  • "The suspect's fingerprints don't match those on the gun"
    synonym:
  • match
  • ,
  • fit
  • ,
  • correspond
  • ,
  • check
  • ,
  • jibe
  • ,
  • gibe
  • ,
  • tally
  • ,
  • agree

1. Να είστε συμβατοί, παρόμοιοι ή συνεπείς

  • Συμπίπτουν στα χαρακτηριστικά τους
  • "Οι δύο ιστορίες δεν συμφωνούν σε πολλές λεπτομέρειες"
  • "Η γραφή ελέγχει με την υπογραφή στον έλεγχο"
  • "Τα δακτυλικά αποτυπώματα του υπόπτου δεν ταιριάζουν με εκείνα που βρίσκονται στο όπλο"
    συνώνυμο:
  • αγώνασ
  • ,
  • ταιριάζω
  • ,
  • αντιστοιχώ
  • ,
  • ελέγχω
  • ,
  • τζιμπέ
  • ,
  • τσίμπημα
  • ,
  • τακτοποιημένα
  • ,
  • συμφωνώ

2. Provide funds complementary to

  • "The company matched the employees' contributions"
    synonym:
  • match

2. Παρέχει κεφάλαια συμπληρωματικά για

  • "Η εταιρεία ταίριαξε με τις συνεισφορές των εργαζομένων"
    συνώνυμο:
  • αγώνασ

3. Bring two objects, ideas, or people together

  • "This fact is coupled to the other one"
  • "Matchmaker, can you match my daughter with a nice young man?"
  • "The student was paired with a partner for collaboration on the project"
    synonym:
  • match
  • ,
  • mate
  • ,
  • couple
  • ,
  • pair
  • ,
  • twin

3. Φέρτε δύο αντικείμενα, ιδέες ή ανθρώπους μαζί

  • "Αυτό το γεγονός συνδέεται με το άλλο"
  • "Μπορείτε να ταιριάξετε την κόρη μου με έναν καλό νεαρό άνδρα?"
  • "Ο φοιτητής συνδυάστηκε με έναν εταίρο για συνεργασία στο έργο"
    συνώνυμο:
  • αγώνασ
  • ,
  • σύντροφοσ
  • ,
  • ζευγάρι
  • ,
  • δίδυμος

4. Be equal to in quality or ability

  • "Nothing can rival cotton for durability"
  • "Your performance doesn't even touch that of your colleagues"
  • "Her persistence and ambition only matches that of her parents"
    synonym:
  • equal
  • ,
  • touch
  • ,
  • rival
  • ,
  • match

4. Να είστε ίσοι με την ποιότητα ή την ικανότητα

  • "Τίποτα δεν μπορεί να ανταγωνιστεί το βαμβάκι για ανθεκτικότητα"
  • "Η απόδοσή σας δεν αγγίζει καν αυτή των συναδέλφων σας"
  • "Η επιμονή και η φιλοδοξία της ταιριάζουν μόνο με αυτή των γονιών της"
    συνώνυμο:
  • ίσος
  • ,
  • αφή
  • ,
  • αντίπαλος
  • ,
  • αγώνασ

5. Make correspond or harmonize

  • "Match my sweater"
    synonym:
  • match
  • ,
  • fit

5. Αντιστοιχίστε ή εναρμονίστε

  • "Ταιριάξτε το πουλόβερ μου"
    συνώνυμο:
  • αγώνασ
  • ,
  • ταιριάζω

6. Satisfy or fulfill

  • "Meet a need"
  • "This job doesn't match my dreams"
    synonym:
  • meet
  • ,
  • match
  • ,
  • cope with

6. Ικανοποιήστε ή εκπληρώστε

  • "Αντιμετωπίστε μια ανάγκη"
  • "Αυτή η δουλειά δεν ταιριάζει με τα όνειρά μου"
    συνώνυμο:
  • συναντώ
  • ,
  • αγώνασ
  • ,
  • αντιμετωπίζω

7. Give or join in marriage

    synonym:
  • match

7. Δώστε ή συμμετάσχετε στο γάμο

    συνώνυμο:
  • αγώνασ

8. Set into opposition or rivalry

  • "Let them match their best athletes against ours"
  • "Pit a chess player against the russian champion"
  • "He plays his two children off against each other"
    synonym:
  • pit
  • ,
  • oppose
  • ,
  • match
  • ,
  • play off

8. Εναντίον ή αντιπαλότητας

  • "Αφήστε τους να ταιριάξουν με τους καλύτερους αθλητές τους εναντίον του δικού μας"
  • "Πίτα έναν σκακιστή εναντίον του ρώσου πρωταθλητή"
  • "Παίζει τα δύο παιδιά του εναντίον του άλλου"
    συνώνυμο:
  • λάκκο
  • ,
  • αντιτίθεμαι
  • ,
  • αγώνασ
  • ,
  • παίζω

9. Be equal or harmonize

  • "The two pieces match"
    synonym:
  • match

9. Να είστε ίσοι ή να εναρμονίζεστε

  • "Τα δύο κομμάτια ταιριάζουν"
    συνώνυμο:
  • αγώνασ

10. Make equal, uniform, corresponding, or matching

  • "Let's equalize the duties among all employees in this office"
  • "The company matched the discount policy of its competitors"
    synonym:
  • equal
  • ,
  • match
  • ,
  • equalize
  • ,
  • equalise
  • ,
  • equate

10. Κάντε ίσο, ομοιόμορφο, αντίστοιχο ή ταιριαστό

  • "Ας εξισώσει τα καθήκοντα μεταξύ όλων των εργαζομένων σε αυτό το γραφείο"
  • "Η εταιρεία ταιριάζει με την πολιτική έκπτωσης των ανταγωνιστών της"
    συνώνυμο:
  • ίσος
  • ,
  • αγώνασ
  • ,
  • εξισώνω

Examples of using

A tic-tac-toe match is usually quick.
Ένας αγώνας με τικ-τακ είναι συνήθως γρήγορος.
Tom's socks don't match.
Οι κάλτσες του Τομ δεν ταιριάζουν.
Tom lit the candle and then blew out the match.
Ο Τομ άναψε το κερί και στη συνέχεια ανατίναξε τον αγώνα.