Translation meaning & definition of the word "matador" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ματαδόρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Matador
[Ματαδόρ]/mætədɔr/
noun
1. The principal bullfighter who is appointed to make the final passes and kill the bull
- synonym:
- matador
1. Ο κύριος ταυρομάχος που διορίζεται για να κάνει τα τελικά περάσματα και να σκοτώσει τον ταύρο
- συνώνυμο:
- ματαδόρ