Translation meaning & definition of the word "mat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ματ" στην ελληνική γλώσσα
Mat
[Ματ]noun
1. A thick flat pad used as a floor covering
- synonym:
- mat
1. Ένα παχύ επίπεδο μαξιλάρι που χρησιμοποιείται ως κάλυμμα δαπέδου
- συνώνυμο:
- ματ
2. Mounting consisting of a border or background for a picture
- synonym:
- mat ,
- matting
2. Τοποθέτηση που αποτελείται από ένα περίγραμμα ή φόντο για μια εικόνα
- συνώνυμο:
- ματ ,
- ταίριασμα
3. Sports equipment consisting of a piece of thick padding on the floor for gymnastic sports
- synonym:
- mat ,
- gym mat
3. Αθλητικός εξοπλισμός που αποτελείται από ένα κομμάτι της παχιάς επένδυσης στο πάτωμα για το γυμναστικό αθλητισμό
- συνώνυμο:
- ματ ,
- γυμναστήριο
4. A mass that is densely tangled or interwoven
- "A mat of weeds and grass"
- synonym:
- mat
4. Μια μάζα που είναι πυκνά μπερδεμένη ή συνυφασμένη
- "Ένα χαλί από ζιζάνια και γρασίδι"
- συνώνυμο:
- ματ
5. A master's degree in teaching
- synonym:
- Master of Arts in Teaching ,
- MAT
5. Πτυχίο μάστερ στη διδασκαλία
- συνώνυμο:
- Μάστερ Τεχνών στη Διδασκαλία ,
- ΜΑΤ
6. The property of having little or no contrast
- Lacking highlights or gloss
- synonym:
- flatness ,
- lusterlessness ,
- lustrelessness ,
- mat ,
- matt ,
- matte
6. Η ιδιότητα του να έχεις λίγη ή καθόλου αντίθεση
- Λείπει από τα σημαντικά στοιχεία ή τη γυαλάδα
- συνώνυμο:
- επιπεδότητα ,
- αστάθεια ,
- απερισκεψία ,
- ματ
7. A small pad of material that is used to protect surface from an object placed on it
- synonym:
- mat
7. Ένα μικρό μαξιλάρι υλικού που χρησιμοποιείται για την προστασία της επιφάνειας από ένα αντικείμενο που τοποθετείται πάνω του
- συνώνυμο:
- ματ
verb
1. Twist together or entwine into a confusing mass
- "The child entangled the cord"
- synonym:
- entangle ,
- tangle ,
- mat ,
- snarl
1. Στρίψτε μαζί ή περιπλανηθείτε σε μια συγκεχυμένη μάζα
- "Το παιδί μπλέκει το καλώδιο"
- συνώνυμο:
- εμπλέκω ,
- τραβώ ,
- ματ ,
- παραπονιέμαι
2. Change texture so as to become matted and felt-like
- "The fabric felted up after several washes"
- synonym:
- felt ,
- felt up ,
- mat up ,
- matt-up ,
- matte up ,
- matte ,
- mat
2. Αλλάξτε την υφή έτσι ώστε να γίνει χαρτοποιημένο και αισθητό
- "Το ύφασμα επικαλύπτεται μετά από αρκετές πλύσεις"
- συνώνυμο:
- αισθάνθηκε ,
- αισθάνθηκα ,
- επιτίθεμαι ,
- ανταλλακτικό ,
- ματ
adjective
1. Not reflecting light
- Not glossy
- "Flat wall paint"
- "A photograph with a matte finish"
- synonym:
- flat ,
- mat ,
- matt ,
- matte ,
- matted
1. Δεν αντανακλά το φως
- Όχι γυαλιστερό
- "Επίπεδο χρώμα τοίχου"
- "Μια φωτογραφία με ματ φινίρισμα"
- συνώνυμο:
- επίπεδο ,
- ματ ,
- ταιριάζω