Translation meaning & definition of the word "masturbation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αυνανισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Masturbation
[Αυνανισμός]/mæstərbeʃən/
noun
1. Manual stimulation of the genital organs (of yourself or another) for sexual pleasure
- synonym:
- masturbation ,
- onanism
1. Χειροκίνητη διέγερση των γεννητικών οργάνων (του εαυτού σας ή άλλου) για σεξουαλική ευχαρίστηση
- συνώνυμο:
- αυνανισμός ,
- ονανισμόσ