Translation meaning & definition of the word "masturbate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αυνανισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Masturbate
[Αυνανίζω]/mæstərbet/
verb
1. Stimulate sexually
- "The old man wanted to be masturbated by the prostitute"
- synonym:
- masturbate
1. Τονώνει σεξουαλικά
- "Ο γέρος ήθελε να αυνανιστεί από την πόρνη"
- συνώνυμο:
- αυνανίζομαι
2. Get sexual gratification through self-stimulation
- synonym:
- masturbate ,
- wank ,
- fuck off ,
- she-bop ,
- jack off ,
- jerk off
2. Αποκτήστε σεξουαλική ικανοποίηση μέσω της αυτοδιέγερσης
- συνώνυμο:
- αυνανίζομαι ,
- περιπλανώμαι ,
- παραπονιέμαι ,
- αυτή-λυκίσκο ,
- τζακ ,
- τραντάζω