Translation meaning & definition of the word "mastery" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυριαρχία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mastery
[Μαεστρία]/mæstəri/
noun
1. Great skillfulness and knowledge of some subject or activity
- "A good command of french"
- synonym:
- command ,
- control ,
- mastery
1. Μεγάλη ικανότητα και γνώση κάποιου θέματος ή δραστηριότητας
- "Μια καλή γαλλική εντολή"
- συνώνυμο:
- εντολή ,
- έλεγχος ,
- μαεστρία
2. Power to dominate or defeat
- "Mastery of the seas"
- synonym:
- domination ,
- mastery ,
- supremacy
2. Δύναμη να κυριαρχήσει ή να νικήσει
- "Κυριαρχία των θαλασσών"
- συνώνυμο:
- κυριαρχία ,
- μαεστρία ,
- υπεροχή
3. The act of mastering or subordinating someone
- synonym:
- mastery ,
- subordination
3. Η πράξη της κυριαρχίας ή της υποταγής κάποιου
- συνώνυμο:
- μαεστρία ,
- υποταγή