Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "masterly" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυρίαρχα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Masterly

[Αριστοτεχνικά]
/mæstərli/

adjective

1. Having or revealing supreme mastery or skill

  • "A consummate artist"
  • "Consummate skill"
  • "A masterful speaker"
  • "Masterful technique"
  • "A masterly performance of the sonata"
  • "A virtuoso performance"
    synonym:
  • consummate
  • ,
  • masterful
  • ,
  • masterly
  • ,
  • virtuoso(a)

1. Έχοντας ή αποκαλύπτοντας την υπέρτατη κυριαρχία ή την ικανότητα

  • "Ένας απόλυτος καλλιτέχνης"
  • "Δεξιότητα συναδέλφου"
  • "Ένας αριστοτέχνης ομιλητής"
  • "Κατεξοχήν τεχνική"
  • "Μια αριστοτεχνική απόδοση της σονάτας"
  • "Μια βιρτουόζικη παράσταση"
    συνώνυμο:
  • απολύτωση
  • ,
  • αριστοτεχνικόσ
  • ,
  • αριστοτεχνικά
  • ,
  • βιρτουόζος()