Translation meaning & definition of the word "master" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κύριο" στην ελληνική γλώσσα
Master
[Μάστερ]noun
1. An artist of consummate skill
- "A master of the violin"
- "One of the old masters"
- synonym:
- maestro ,
- master
1. Ένας καλλιτέχνης της απόλυτης ικανότητας
- "Ένας κύριος του βιολιού"
- "Ένας από τους παλιούς αφέντες"
- συνώνυμο:
- μαέστρο ,
- κύριος
2. A person who has general authority over others
- synonym:
- overlord ,
- master ,
- lord
2. Ένα άτομο που έχει γενική εξουσία πάνω σε άλλους
- συνώνυμο:
- επικυρίαρχοσ ,
- κύριος ,
- άρχοντας
3. A combatant who is able to defeat rivals
- synonym:
- victor ,
- master ,
- superior
3. Ένας μαχητής που είναι σε θέση να νικήσει τους αντιπάλους
- συνώνυμο:
- βίκτορ ,
- κύριος ,
- ανώτερος
4. Directs the work of others
- synonym:
- master
4. Κατευθύνει το έργο των άλλων
- συνώνυμο:
- κύριος
5. Presiding officer of a school
- synonym:
- headmaster ,
- schoolmaster ,
- master
5. Προεδρεύων αξιωματικός σχολείου
- συνώνυμο:
- διευθυντής ,
- μαθητευόμενοσ ,
- κύριος
6. An original creation (i.e., an audio recording) from which copies can be made
- synonym:
- master ,
- master copy ,
- original
6. Μια πρωτότυπη δημιουργία (.δηλαδή, μια ηχογράφηση) από την οποία μπορούν να γίνουν αντίγραφα
- συνώνυμο:
- κύριος ,
- κύριο αντίγραφο ,
- πρωτότυπο
7. An officer who is licensed to command a merchant ship
- synonym:
- master ,
- captain ,
- sea captain ,
- skipper
7. Ένας αξιωματικός που έχει άδεια να διοικεί ένα εμπορικό πλοίο
- συνώνυμο:
- κύριος ,
- καπετάνιος
8. Someone who holds a master's degree from academic institution
- synonym:
- master
8. Κάποιος που κατέχει μεταπτυχιακό από ακαδημαϊκό ίδρυμα
- συνώνυμο:
- κύριος
9. An authority qualified to teach apprentices
- synonym:
- master ,
- professional
9. Μια αρχή που έχει τα προσόντα να διδάξει μαθητευόμενους
- συνώνυμο:
- κύριος ,
- επαγγελματίας
10. Key that secures entrance everywhere
- synonym:
- passkey ,
- passe-partout ,
- master key ,
- master
10. Κλειδί που εξασφαλίζει την είσοδο παντού
- συνώνυμο:
- πάσκι ,
- περίπτερο ,
- κύριο κλειδί ,
- κύριος
verb
1. Be or become completely proficient or skilled in
- "She mastered japanese in less than two years"
- synonym:
- master ,
- get the hang
1. Να είναι ή να γίνει εντελώς ικανός ή εξειδικευμένος σε
- "Κατέκτησε τα ιαπωνικά σε λιγότερο από δύο χρόνια"
- συνώνυμο:
- κύριος ,
- πάρτε το κρέμασμα
2. Get on top of
- Deal with successfully
- "He overcame his shyness"
- synonym:
- overcome ,
- get over ,
- subdue ,
- surmount ,
- master
2. Πηγαίνω πάνω από
- Αντιμετωπίστε με επιτυχία
- "Ξέρασε τη συστολή του"
- συνώνυμο:
- ξεπερνώ ,
- υποταγή ,
- κύριος
3. Have dominance or the power to defeat over
- "Her pain completely mastered her"
- "The methods can master the problems"
- synonym:
- dominate ,
- master
3. Έχετε την κυριαρχία ή τη δύναμη να νικήσετε
- "Ο πόνος της την κυριεύει εντελώς"
- "Οι μέθοδοι μπορούν να κυριαρχήσουν τα προβλήματα"
- συνώνυμο:
- κυριαρχεί ,
- κύριος
4. Have a firm understanding or knowledge of
- Be on top of
- "Do you control these data?"
- synonym:
- master ,
- control
4. Να έχετε μια σταθερή κατανόηση ή γνώση των
- Είμαι πάνω από
- "Ελέγχετε αυτά τα δεδομένα?"
- συνώνυμο:
- κύριος ,
- έλεγχος
adjective
1. Most important element
- "The chief aim of living"
- "The main doors were of solid glass"
- "The principal rivers of america"
- "The principal example"
- "Policemen were primary targets"
- "The master bedroom"
- "A master switch"
- synonym:
- chief(a) ,
- main(a) ,
- primary(a) ,
- principal(a) ,
- master(a)
1. Το πιο σημαντικό στοιχείο
- "Ο κύριος στόχος της ζωής"
- "Οι κύριες πόρτες ήταν από στερεό γυαλί"
- "Οι κυριότεροι ποταμοί της αμερικής"
- "Το κυριότερο παράδειγμα"
- "Οι πολιτικοί ήταν πρωταρχικοί στόχοι"
- "Το κύριο υπνοδωμάτιο"
- "Ένας κύριος διακόπτης"
- συνώνυμο:
- αρχη(α ,
- βασικά( ,
- πρωτογ() ,
- βασιλιάς ,
- μάστε()